Ἀπέναντι στό Θεό κανείς δέν εἶναι καθαρός. Ὁ Τριαδικός μας Θεός εἶναι «ὁ μόνος καθαρός καί ἀκήρατος», ὅπως διαβάζουμε σέ εὐχή τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ὁ Θεός δέν σκανδαλίζεται. Εἶναι μακρόθυμος, πολυέλεος. Δέ ζυγίζει τίς ἁμαρτίες μας. Θέλει τή μετάνοιά μας. Ὅσο δέν ἔχουμε μετάνοια, τόσο βαραίνουν οἱ ἁμαρτίες μας, μέχρι νά βουλιάξουμε ἀπό αὐτές καί νά ἁπλώσουμε τό χέρι. Ἄν σκανδαλιζόταν ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, τότε κανείς δέ θά ἔμενε ὄρθιος.
Ὁ ἁμαρτωλός ἐπίσκοπος θά ἐγκαταλείψει τή μητρόπολή του, ὄχι γιατί δέν τόν ἀντέχει ὁ Θεός, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι. Τούς σκανδάλισε. Τούς "λέρωσε". Ἡ ἁμαρτία του τούς χτύπησε νοερά καί τούς ψεγάδιασε. Ὁ Θεός δέν ἐπηρεάζεται. «Ἀπείραστος ἐστί κακῶν». Δέν μουντζουρώνεται ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Θεός θά μποροῦσε νά τόν ἀφήσει νά λειτουργεῖ, χωρίς νά ἔχει πρόβλημα. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ἐπηρεάζονται. Δέν ἀντέχουν τήν ἁμαρτία τοῦ ἐπισκόπου. "Δέν μπορεῖ νά λειτουργεῖ αὐτός. Πῶς θά φιλήσω τό ἁμαρτωλό του χέρι;" θά ποῦν ὁρισμένοι. Καί ὅμως σέ αὐτό τό ἁμαρτωλό χέρι ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά πιάνει τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του.
Εἴμαστε εὐάλωτοι στά μικρόβια. Σκανδαλιζόμαστε. Ἡ ἐξυγίανση ὅμως δέν ἐπιβάλλεται ἀπ’ ἔξω. Ξεκινᾶ ἀπό μέσα, ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ ὑπερήφανος εἶναι ἀκάθαρτος. «Ἀκάθαρτος παρά Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». Ὅποιος θέλει νά "καθαριστεῖ", ἄς ταπεινώσει τούς λογισμούς, ἄς ταπεινώσει τά μάτια του καί ὅλες τίς αἰσθήσεις του, ἄς ἔχει συνεχῶς στό νοῦ τοῦ τό Χριστό. Ἄς κλάψει γιά τά λάθη του.
Ὁ ἁμαρτωλός ἐπίσκοπος πού δέν ἔχει τή δύναμη νά πεῖ δημοσίως τό «ἠμάρτηκα τῷ Κυρίῳ», μπορεῖ κάθε νύχτα νά κλαίει, νά πενθεῖ, νά ὑποφέρει, νά ταράζεται μέ τόν βρώμικο ἑαυτό του. Ποιός βλέπει τήν κρυφή μετάνοιά του; Ποιός βλέπει τίς τύψεις του; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Θεός πού θά ἀποδώσει τό δίκαιον στή Δευτέρα Τοῦ Παρουσία.