Η ιστορία του γαϊδαράκου
Ήταν μία από αυτές τις μέρες που τρέμει κάθε γονιός. Όχι βέβαια ότι ήταν άρρωστο κάποιο από τα κορίτσια, ευτυχώς. Η κατάσταση όμως για τους γονείς της Ελίζας και της Ρόδης ήταν από λίγο έως πολύ, απελπιστική. Για κάποιο λόγο ήταν κλειστά τα σχολεία, το οποίο συμβαίνει συχνά, όπως θα ξέρετε όσοι έχετε σχέσεις με αυτά. Αυτό δεν προβλημάτιζε συνήθως τους γονείς των κοριτσιών, γιατί ήταν η θεία Ευτυχία εκεί. Όμως αυτή τη φορά δεν μπορούσε η θεία Ευτυχία να τα κρατήσει όλη μέρα, δε θυμάμαι γιατί.
Έτσι, η λύση ήταν αναπόφευκτα η εξής: η Ελίζα και η Ρόδη θα πήγαιναν μαζί μα το μπαμπά ή τη μαμά, στη δουλειά, και θα προσπαθούσαν να βαρεθούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Τώρα δεν ξέρω πόση εμπειρία έχετε στο θέμα αυτό, μέχρι τώρα, αλλά πρέπει να σας πω ότι όλη αυτή την περιπέτεια «πηγαίνουμε στη δουλειά της μαμάς, όλοι μας χαϊδεύουν στο κεφάλι και λένε πόσο μεγάλωσαν τα κορίτσια σου, πηγαίνουμε κάθε τρία λεπτά στην τουαλέτα, γιατί δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε, πού και πού αναγκάζουμε τη μαμά να μας πει να κάτσουμε ήσυχα, αλλά όχι και πολύ συχνά και φεύγοντας χαρίζουμε ζωγραφιές μόνο όμως σε όσους συναδέλφους της μας έδωσαν έστω και λίγη σημασία» πολύ συναρπαστική. Ήταν κάτι το διαφορετικό από την καθημερινότητά τους και τους κινούσε την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Δεν ήταν βέβαια και η πρώτη επιλογή τους, αλλά τελικά το ευχαριστιόντουσαν πάρα πολύ. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη μαμά τους,
Τελοσπάντων, εκείνη τη μέρα αποφασίστηκε να πάει η Ρόδη μαζί με τη μαμά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σας πω κάποιες λεπτομέρειες για τη δουλειά της μαμάς της Ελίζας και της Ρόδης. Καταρχάς, η μαμά τους ήταν γιατρός, άρα δούλευε σε ένα νοσοκομείο. Είχε το γραφείο της σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν ακόμα άλλα δύο γραφεία, στα οποία δούλευαν άλλες δύο κυρίες. Η μία από αυτές ήταν η διευθύντρια και ήδη δουλεύανε αρκετό καιρό μαζί, ώστε είχανε γίνει και οι τρεις τους φίλες. Όπως φαντάζεστε, η μαμά, εκτός από την παρέα που έκανε μαζί τους, τους είχε μιλήσει για τα πράγματα του Θεού.
Έτσι, την ημέρα που ήταν να πάρει μαζί της τη Ρόδη στη δουλειά, η μαμά σκέφτηκε έξυπνα. Της είπε να διαλέξει λίγα παιχνιδάκια για να πάρει μαζί της, και η ίδια πήγε να βρει κάποια από τα αγαπημένα της βιβλιαράκια, μια που της Ρόδης της άρεσε πάρα πολύ να βάζει τους άλλους να της τα διαβάζουν (η ίδια δεν ήξερε να διαβάζει ακόμη). Τώρα, κατά πόσο αυτό άρεσε σε οποιονδήποτε είχαν καλέσει οι γονείς στο σπίτι, είναι άλλη ιστορία. Τελοσπάντων, η μαμά σκέφτηκε να πάρει ένα βιβλιαράκι που να λέει για το Χριστό μέσα, ώστε όποιος το διάβαζε στη Ρόδη να άκουγε και τίποτα χρήσιμο για τον εαυτό του….. Το βιβλίο που διάλεξε, τελικά, ήταν «ο φίλος μου ο γαϊδαράκος». Έλεγε για έναν γαϊδαράκο ο οποίος ζούσε στο στάβλο όπου γεννήθηκε ο Χριστός, εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα και τον είδε με τα ίδια του τα μάτια. Και όχι μόνο τότε, αλλά και πολλές άλλες φορές στη ζωή του ο γαϊδαράκος συνάντησε από κοντά τον Ιησού Χριστό, όπως, για παράδειγμα, τότε που χρειάστηκε ο Χριστός ένα γαϊδαράκι για να πάει κάπου, τελικά βρέθηκε ο ίδιος ο γαϊδαράκος της ιστορίας να κουβαλάει το Χριστό στην πλάτη του. Κοντά στο τέλος της ιστορίας ο γαϊδαράκος στέκεται γεμάτος απορία μπροστά στο σταυρό όπου πεθαίνει ο Χριστός. Μα γιατί τον σκοτώνουν; Σκέφτεται. Αυτός ήταν τόσο καλός με όλους, τι κακό έκανε;
Όμως, μετά από λίγες μέρες ο γαϊδαράκος βλέπει μια γυναίκα να περνά μπροστά του τρέχοντας. Είναι η γυναίκα εκείνη που είδε πρώτη τον άδειο τάφο του Χριστού και τρέχει να πει σε όλους ότι αναστήθηκε! Ο γαϊδαράκος τρελαίνεται από τη χαρά του. Και είναι κι εκείνος εκεί όταν ο Χριστός ανεβαίνει στον ουρανό.
Τελικά, η Ρόδη πέρασε πάρα πολύ ωραία εκείνη τη μέρα στη δουλειά της μαμάς. Η συνάδελφος της μαμάς της διάβασε δυο-τρεις φορές ολόκληρο το βιβλίο του γαϊδαράκου και η διευθύντρια τις έβγαλε φωτογραφία καθώς διαβάζανε. Και τώρα την έχουν βάλει σε μια ωραία ξύλινή κορνίζα πάνω στο περβάζι και την βλέπουν κάθε μέρα. Και τους θυμίζει ότι αν Τον αφήσουμε, ο Θεός χρησιμοποιεί κάθε μικρή ευκαιρία, κάθε μικρό πράγμα, όπως ένα παιδικό βιβλίο με απλές λεξούλες, για να δείξει στους ανθρώπους ότι υπάρχει και ότι τους αγαπάει.
Ήταν μία από αυτές τις μέρες που τρέμει κάθε γονιός. Όχι βέβαια ότι ήταν άρρωστο κάποιο από τα κορίτσια, ευτυχώς. Η κατάσταση όμως για τους γονείς της Ελίζας και της Ρόδης ήταν από λίγο έως πολύ, απελπιστική. Για κάποιο λόγο ήταν κλειστά τα σχολεία, το οποίο συμβαίνει συχνά, όπως θα ξέρετε όσοι έχετε σχέσεις με αυτά. Αυτό δεν προβλημάτιζε συνήθως τους γονείς των κοριτσιών, γιατί ήταν η θεία Ευτυχία εκεί. Όμως αυτή τη φορά δεν μπορούσε η θεία Ευτυχία να τα κρατήσει όλη μέρα, δε θυμάμαι γιατί.
Έτσι, η λύση ήταν αναπόφευκτα η εξής: η Ελίζα και η Ρόδη θα πήγαιναν μαζί μα το μπαμπά ή τη μαμά, στη δουλειά, και θα προσπαθούσαν να βαρεθούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Τώρα δεν ξέρω πόση εμπειρία έχετε στο θέμα αυτό, μέχρι τώρα, αλλά πρέπει να σας πω ότι όλη αυτή την περιπέτεια «πηγαίνουμε στη δουλειά της μαμάς, όλοι μας χαϊδεύουν στο κεφάλι και λένε πόσο μεγάλωσαν τα κορίτσια σου, πηγαίνουμε κάθε τρία λεπτά στην τουαλέτα, γιατί δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε, πού και πού αναγκάζουμε τη μαμά να μας πει να κάτσουμε ήσυχα, αλλά όχι και πολύ συχνά και φεύγοντας χαρίζουμε ζωγραφιές μόνο όμως σε όσους συναδέλφους της μας έδωσαν έστω και λίγη σημασία» πολύ συναρπαστική. Ήταν κάτι το διαφορετικό από την καθημερινότητά τους και τους κινούσε την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Δεν ήταν βέβαια και η πρώτη επιλογή τους, αλλά τελικά το ευχαριστιόντουσαν πάρα πολύ. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη μαμά τους,
Τελοσπάντων, εκείνη τη μέρα αποφασίστηκε να πάει η Ρόδη μαζί με τη μαμά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σας πω κάποιες λεπτομέρειες για τη δουλειά της μαμάς της Ελίζας και της Ρόδης. Καταρχάς, η μαμά τους ήταν γιατρός, άρα δούλευε σε ένα νοσοκομείο. Είχε το γραφείο της σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν ακόμα άλλα δύο γραφεία, στα οποία δούλευαν άλλες δύο κυρίες. Η μία από αυτές ήταν η διευθύντρια και ήδη δουλεύανε αρκετό καιρό μαζί, ώστε είχανε γίνει και οι τρεις τους φίλες. Όπως φαντάζεστε, η μαμά, εκτός από την παρέα που έκανε μαζί τους, τους είχε μιλήσει για τα πράγματα του Θεού.
Έτσι, την ημέρα που ήταν να πάρει μαζί της τη Ρόδη στη δουλειά, η μαμά σκέφτηκε έξυπνα. Της είπε να διαλέξει λίγα παιχνιδάκια για να πάρει μαζί της, και η ίδια πήγε να βρει κάποια από τα αγαπημένα της βιβλιαράκια, μια που της Ρόδης της άρεσε πάρα πολύ να βάζει τους άλλους να της τα διαβάζουν (η ίδια δεν ήξερε να διαβάζει ακόμη). Τώρα, κατά πόσο αυτό άρεσε σε οποιονδήποτε είχαν καλέσει οι γονείς στο σπίτι, είναι άλλη ιστορία. Τελοσπάντων, η μαμά σκέφτηκε να πάρει ένα βιβλιαράκι που να λέει για το Χριστό μέσα, ώστε όποιος το διάβαζε στη Ρόδη να άκουγε και τίποτα χρήσιμο για τον εαυτό του….. Το βιβλίο που διάλεξε, τελικά, ήταν «ο φίλος μου ο γαϊδαράκος». Έλεγε για έναν γαϊδαράκο ο οποίος ζούσε στο στάβλο όπου γεννήθηκε ο Χριστός, εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα και τον είδε με τα ίδια του τα μάτια. Και όχι μόνο τότε, αλλά και πολλές άλλες φορές στη ζωή του ο γαϊδαράκος συνάντησε από κοντά τον Ιησού Χριστό, όπως, για παράδειγμα, τότε που χρειάστηκε ο Χριστός ένα γαϊδαράκι για να πάει κάπου, τελικά βρέθηκε ο ίδιος ο γαϊδαράκος της ιστορίας να κουβαλάει το Χριστό στην πλάτη του. Κοντά στο τέλος της ιστορίας ο γαϊδαράκος στέκεται γεμάτος απορία μπροστά στο σταυρό όπου πεθαίνει ο Χριστός. Μα γιατί τον σκοτώνουν; Σκέφτεται. Αυτός ήταν τόσο καλός με όλους, τι κακό έκανε;
Όμως, μετά από λίγες μέρες ο γαϊδαράκος βλέπει μια γυναίκα να περνά μπροστά του τρέχοντας. Είναι η γυναίκα εκείνη που είδε πρώτη τον άδειο τάφο του Χριστού και τρέχει να πει σε όλους ότι αναστήθηκε! Ο γαϊδαράκος τρελαίνεται από τη χαρά του. Και είναι κι εκείνος εκεί όταν ο Χριστός ανεβαίνει στον ουρανό.
Τελικά, η Ρόδη πέρασε πάρα πολύ ωραία εκείνη τη μέρα στη δουλειά της μαμάς. Η συνάδελφος της μαμάς της διάβασε δυο-τρεις φορές ολόκληρο το βιβλίο του γαϊδαράκου και η διευθύντρια τις έβγαλε φωτογραφία καθώς διαβάζανε. Και τώρα την έχουν βάλει σε μια ωραία ξύλινή κορνίζα πάνω στο περβάζι και την βλέπουν κάθε μέρα. Και τους θυμίζει ότι αν Τον αφήσουμε, ο Θεός χρησιμοποιεί κάθε μικρή ευκαιρία, κάθε μικρό πράγμα, όπως ένα παιδικό βιβλίο με απλές λεξούλες, για να δείξει στους ανθρώπους ότι υπάρχει και ότι τους αγαπάει.