Αγία Μαρίνα η Παρθενομάρτυς
Αὕτη ἡ μακαρία Κόρη καὶ καλλιπάρθενος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, τὸν καιρόν Διοκλητιανοῦ, γεννηθείσα κατά τὸ σῶμα ἀπὸ γονεῖς περιφανεῖς. Ἐπειδὴ ὁ πατὴρ αὐτῆς ἦτον τὸν καιρόν ἐκεῖνον ἱερεύς τῶν εἰδώλων ἐπίσημος, καὶ εἰς ὅλην τὴν πόλιν αἰδέσιμος, Αἰδέσιος καὶ τὸ ὅνομα.
Αὕτη ἡ μακαρία Κόρη καὶ καλλιπάρθενος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, τὸν καιρόν Διοκλητιανοῦ, γεννηθείσα κατά τὸ σῶμα ἀπὸ γονεῖς περιφανεῖς. Ἐπειδὴ ὁ πατὴρ αὐτῆς ἦτον τὸν καιρόν ἐκεῖνον ἱερεύς τῶν εἰδώλων ἐπίσημος, καὶ εἰς ὅλην τὴν πόλιν αἰδέσιμος, Αἰδέσιος καὶ τὸ ὅνομα. Ἦτον δὲ ἡ κόρη μονογενής θυγάτηρ τοῦ πατρός αὐτῆς, ὅτι μετὰ τὴν γέννησιν αὐτῆς ὀλίγας ἡμέρας ἔτυχε καὶ άπέθανεν ἡ μητέρα της• καὶ ἔδωκεν ὁ Αἰδέσιος τὸ βρέφος μιᾶς γυναικός νὰ τὸ βυζάνη, ἥτις ἐκατοίκα ἔξω τῆς πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τοῦτο δὲ ἴσως νὰ ἦτον οἰκονομία Θεοῦ, νὰ δοθῆ ἐκεῖ ἔξωθεν τὸ κοράσιον• ὅτι ἐκεῖ ἦσαν καὶ χριστιανοὶ, καὶ ὅταν ἐτράνευσεν ὀλίγον, καὶ ἐσυντύχενε, ἤκουσεν ἀπὸ τινὰς τὸν λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως• καὶ ἐπειδὴ ἔτυχεν ἐκ φύσεως ἀγαθῆς ψυχῆς, καὶ καλῆς προαιρέσεως, ἔτι δὲ καὶ συνετὴ περισσῶς καὶ φρόνιμη, ἐδέχθη τὸν σωτήριον λόγον εἰς τὴν καρδίαν της, μόνον ὡς ἤκουσε πῶς ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγαθὸς Θεὸς, αἰώνιος, καὶ πολεύσπλαγχνος, καὶ ἔγινε διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἄνθρωπος• καὶ σταυρωθεὶς ἑκουσίως, ἀνεστάθη ἐνδόξως, καὶ ἀνελθὼν εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐτίμησε μὲ τὴν πατρικὴν συνεδρίαν, τὴν φύσιν τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτὰ καὶ ἕτερα ὅμοια ἀκούωντας τὸ χαριτωμένον Κοράσιον, ἐῤῥίζωσεν εἰς τὴν ψυχήν της ὁ σπόρος τῆς πίστεως ὡς κόκκος σινάπεως, συνεργούσης τῆς θείας χάριτος καὶ μὲ τὸν καιρὸν ἀπέδωκε τὸν καρπὸν, ὡς εὔκαρπος γῆ καὶ κάλλιστος ἑκατονταπλάσιον, αὐξάνουσα τὴν ὀρθόδοξον πίστιν μὲ τὸ Μαρτύριον, καθὼς θέλετε ἀκούσει παρακάτω σαφέστερον.
Ὅσον οὖν ἐπρόκοπτεν ἡ κόρη εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος, τοσοῦτον ηὔξανεν ἡ γνῶσις αὐτῆς καὶ φρόνησις, καὶ ἐφλόγιζεν ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ τὴν καρδίαν της, καὶ καθ' ἡμέραν προσηύχετο πρὸς Αὐτόν, νὰ τὴν ἀξιώση, νὰ γένῃ κοινωνὸς τῶν Μαρτύρων, καὶ μέτοχος• καὶ οὐ μόνον εἰς τὴν ψυχήν ἐμελέτα ταῦτα, ἡ θεοφώτιστος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στόμα τὰ ἔλεγεν εἰς καθ' ἕνα ὁποῦ ἔβλεπε• καὶ ὡμολόγει εἰς ὅλους, πῶς ἦτον χριστιανὴ, καὶ τὰ εἴδωλα ὕβριζε. Διὰ ταῦτα καὶ ὁ ψευδώνυμος πατὴρ αὐτῆς ὁ ἀναιδὴς Αἰδέσιος τὴν ἐμίσησεν ὁλοψύχως, ἀκούσας τὴν ὁμολογίαν αὐτῆς, καὶ δὲν ἤθελε κἄν νὰ τὴν ἰδῇ εἰς τὸ πρόσωπον• ἀλλὰ τὴν ἀποψήφισε, καὶ τὴν ἔκαμεν ἀπόκληρον. Ὅσον δὲ τὴν ἀποστρέφετο ὁ σαρκικός της πατὴρ καὶ ἐπίγειος, τοσοῦτον ὁ Οὐράνιος καὶ αἰώνιος, τὴν ἐδέχετο• Τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὴ ἠγάπα ἐξ ὅλης καρδίας της, καὶ ὅσους ἔβλεπε καὶ ἐφόνευαν διὰ τὸ ὄνομά Του, ἤ τοὺς ἔδερναν, αὐτὴ τοὺς ἐσέβετο, καὶ ἔπασχε μὲ τοῦ λόγους τως• καὶ ἐμελέτα νὰ μαρτυρήση καὶ αὐτὴ διὰ τὸν Χριστὸν, ὅταν οἰκονομήσῃ ἡ χάρις Του, καθὼς καὶ ἐγένετο. Ὅτι ἐπειδὴ καὶ μὲ τὸν λόγον καὶ λογισμόν ἐπίστευε τῷ Χριστῷ, ἔπρεπε νὰ Τὸν δοξάσῃ καὶ μὲ τὰ ἔργα, νὰ βασανισθῇ καὶ αὐτὴ, νὰ δοκιμασθῇ εἰς τὴν πίστην, διὰ νὰ συνδοξασθῇ εἰς τὴν βασιλείαν Αὐτοῦ μὲ τοὺς ἄλλους Μάρτυρας• ὁ τρόπος οὖν τῆς ἀθλήσεώς της οὕτως ἐγένετο.
Τὸν καιρόν ἐκεῖνον ἦτον εἰς τὴν ἀνατολὴν εἰς ἔπαρχος τὸ ὅνομα του Ὀλύβριος, ἄγριος καὶ θηριόγνωμος ἄνθρωπος. Οὗτος ἔτυχε καὶ ἤρχετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας, νὰ εἰσέβῃ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν• καὶ καταλαχοῦ εἶδεν εἰς τὸν δρόμον τὴν καλλιπάρθενον Μαρίναν, ὁποῦ ὑπήγενεν εἰς τὸ πατρικόν της ποίμνιον, καὶ βλέποντας τόσον κάλλος εἰς αὐτὴν, καὶ ὡραιότητα, ἐσαϊτεύθη εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ σαρκικόν ἔρωτα, Διατὶ ἦτον ἡ κόρη περίσσα εὔμορφη• καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ τὴν πάρῃ γυναῖκα ὁ τρισκατάρατος• καὶ προστάσσει νὰ τοῦ τὴν φέρουν εἰς τὸ κριτήριον. Καὶ καθὼς τὴν ἐπὴρασιν, προσηύχετο εἰς τὸν δρόμον, νὰ τῆς δώση ὁ Κύριος σοφίαν καὶ δύναμιν νὰ φυλάξῃ ἕως τέλους, τὴν εὐσέβεια, νὰ νικήση τὰ κολαστήρια νὰ στεφανωθῇ μὲ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας.
Φθάσαντες οὖν εἰς τὸ παλάτιον, τὴν ἐρώτησεν ὁ Ἄρχων, νὰ εἰπῇ τὸ ὄνομα, τὴν τύχην, καὶ ποῦ ἐπίστευεν. Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο ἄφοβα• Μαρίνα μὲ λέγουσιν, εἶμαι ἐλευθέρων γονέων τέκνον, καὶ εὔχομαι νὰ γένω δούλη τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔκαμεν ὅλον τὸν κόσμον. Ἐθαύμασαν οἱ παρόντες ὁρῶντες τοσοῦτον κάλλος, καὶ ἀκούοντες τοιαύτην ἀπόκρισιν εὔτολμον. Πλὴν ἐφυλάκωσαν αὐτὴν ἕως τὴν ἄλλην ἡμέραν, διατὶ εἴχασι ἑορτὴν πάνδημον ὅπου ἔμελλε νὰ ἔλθουν εἰς τὴν θυσίαν ἅπαντες. Καὶ τότε ἤφεραν καὶ τὴν Κόρην, ἐλπίζοντες, ὅτι θέλει θυσιάσει καὶ ἡ Ἁγία, ὅταν ἴδῃ αὐτοὺς θυσιάζοντας. Ἀλλὰ ματαίως οἱ μάταιοι καὶ ἀφρόνως ἐμελέτησαν• ἀμὴ ἐκείνη ποσῶς δὲν ἐνικήθη οὔτε μὲ κολακείαις, ὁποῦ τῆς εἶπεν ὁ Ἄρχων, τάσσωντάς της πλούσια χαρίσματα, οὔτε τὰς ἀπειλάς του ποσῶς ἐφοβήθη, ὁποῦ τὴν ἐφοβέριζε νὰ τῆς δώσῃ μύρια κολαστήρια. Ἀλλὰ μὲ πολλήν παῤῥησίαν, τοῦ ἀπεκρίθη λέγουσα, μήν ἔχῃς τινὰ ἐλπίδα ματαίως ἠγεμὼν εἰς τοῦ λόγου μου, νὰ δειλιάσω ποσῶς κολαστήρια, ὅτι δὲν μὲ θέλει χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστὸν καμμία θλίψις, λιμός, πῦρ, ξίφος ἤ ἄλλη χαλεπωτέρα βάσανος, οὔτε βίαιος καὶ πολυόδυνος θάνατος• οὔτε πάλιν ἀπόλαυσεις καὶ χαρᾶς χρυσίου, καὶ ἄλλου πλούτου καὶ τιμῆς, νὰ μὲ δελεάσωσιν• ἐπειδὴ ὅλα ταῦτα εἶναι φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα ἡ δὲ ψυχή εἶναι ἀθάνατος, καὶ ποθεῖ τὰ αἰώνια. Διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί καταφρονοῦμεν ὡς φρόνιμοι τὰ παρόντα ἀπολαυστικὰ, ὡς προσωρινὰ καὶ πρόσκαιρα, ὑπομένοντες τὰ λυπηρὰ καὶ ὀδυνηρὰ τῆς μιᾶς ἡμέρας, διὰ νὰ ἔχωμεν ζωήν ἀθάνατον μετὰ θανάτον, καὶ ἀπόλαυσιν αἰώνιον. Καὶ ἄν νομίζῃς ὅτι ψεύδομαι ἐδῶ εἶμαι, καὶ δοκίμασόν με, νὰ γνωρίσης μὲ, τὸ ἔργον τὴν ἀλήθειαν. Δεῖρέ με, σφάξαι, κατάκαυσαι, πνίξαι, καὶ παίδευσε μὲ κολαστήρια μύρια• καὶ ὅσον μὲ βασανίσεις χειρότερα, τόσον μὲ δοξάζει ὁ Χριστὸς εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ μακαριότητα περισσότερα. Πολλάκις δὲ μᾶς δίδει καὶ ἀπ' ἐδῶ μικρὰν πάρακλησιν εἰς ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ἀγαλλιάσεως, καὶ μᾶς εὐγάνει ἀπὸ τὸν βυθόν τῆς θαλάσσης, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὸ πῦρ, καὶ ἀπὸ ἄλλας κολάσεις εἰς αἰσχύνην σας καὶ κατάκρισιν. Δὲν λυποῦμαι λοιπὸν ζωὴν πρόσκαιρον, ἀλλὰ προδίδω προθύμως τὸ σῶμα εἰς θάνατον, διὰ τὸν ἀθάνατον Θεὸν τὸν Δεσπότην μου, καθὼς καὶ αὐτὸς διὰ τὴν ἀγάπην μου ἐσταυρώθη ὁ ἀναμάρτητος.
Αὐτά καὶ ἄλλα πλείονα ἀκούσας ὁ Τύραννος, ἔβρασεν ἀπὸ θυμὸν ἡ ὀργίλος καὶ θυμώδης καρδία του. Πλὴν ἔχωντας ἀκόμη ὁλίγην ἐλπίδα, νὰ τὴν δελεάση ὡς γυναῖκα ἀπλῆν καὶ ἀπονήρευτον, δὲν ἐφανέρωσε τὸν θυμόν του, ἀλλὰ τὴν ἐκολάκευε, λέγωντας•
Παρακαλῶ σε Μαρίνα, προσκύνησον τοὺς θεοὺς, νὰ λυτρωθῇς ἀπὸ δεινὰ κολαστήρια• καὶ τάσσω σου, νὰ σὲ πάρω διὰ γυναῖκά μου, νὰ δοξασθῇς ἀπὸ ὅλαις τῆς πόλεως, νὰ ἔχῃς πᾶσαν ἀπόλαυσιν.
Αὐτά καὶ ἔτερα, παρόμοια ἐφλυάρει ὁ ἀφρονέστατος μάταια. Ἔπειτα βλέπωντας πῶς τὸν ἐνέμπαιζεν ἡ Ἁγία, ἐκαταφρόνει τοὺς λόγους του, δὲν ἐδυνήθη πλέον νὰ κρύπτῃ τὴν ἔνδοθεν θηριότητα• ἀλλὰ προστάσσει τοὺς στρατιώτας νὰ τὴν ἐξεγυμνώσουν, καὶ νὰ τὴν δέρνουν μὲ ῥαβδία σκληρά ἀνελεημόνητα• καὶ τόσον τὴν ἔδειραν ἄσπλαγχνα, ὁποῦ ἐκοκκίνησεν ἡ γῆ ὅλη ἀπὸ τὰ αἵματα, διατὶ ἦσαν τὰ ῥαβδιὰ μὲ ἀκάνθας καὶ ἐκατέσχιζαν τὰς σάρκας της.
Ἡ δὲ Μάρτυς ἐκαρτέρει ἀνδρείως τοὺς πόνους, καὶ οὔτε ἐστέναξεν, ἤ ἐδάκρυσεν, οὔτε κᾄν σχῆμα σκυθρωπότητος ἔδειξεν. Ἀλλ' ὥσπερ νὰ ἐβασανίζετο ἄλλος, καὶ αὐτὴ νὰ ἐπαραστέκετο, οὕτως ἔστεκε στερεά καὶ ἀήττητος, πρὸς τὸν οὐρανόν ἀτενίζουσα• καὶ νοερῶς ἐπικαλεῖτο τὸν Θεὸν εἰς βοήθειαν, καὶ μὲ τὴν δύναμιν Αὐτοῦ ὑπέφερε τὰς πληγὰς μὲ ἀνδρείαν θαυμάσιον. Ὅταν οὖν τὴν ἔδειραν ὥραν πολλήν, ἐπρόσταξε νὰ τὴν φυλακώσουν, ὄxι διὰ συμπάθειαν ὁ ἀσυμπαθὴς καὶ ἀπάνθρωπος, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴν ἀποθάνῃ ἀπὸ τὰς μάστιγας, νὰ τὴν βασανίζῃ καὶ δεύτερον. Λοιπὸν ἔκλεισάν τὴν εἰς ἕνα τόπον σκοτεινὸν καὶ ἀπαραμύθητον. Καὶ μεθ' ἡμέρας τινὰς τὴν ἤφεραν πάλιν εἰς τὸ κριτήριον• καὶ κρεμάσαντες αὐτὴν, ἐκαταξέσχιζαν τὰς πλευρὰς της μὲ σιδηρὰ ὀνύχια• καὶ τόσον ἐξέσχισαν τὰς σάρκας της, ὁποῦ ἀσχήμισε, καὶ ἔγινεν ἄχρηστον καὶ ἄμορφον ὅλον τὸ κάλλος τοῦ σώματος• καὶ οὐ μόνον ὁ κοινὸς λαὸς τὴν ἐλυπήθη καὶ ἐσυμπόνεσε, καὶ ἐδάκρυσε, διὰ λόγου της, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ θηριώδης κολαστὴς, καὶ ἀνήμερος ἀπέστρεψεν άπ' αὐτῆς τὴν ὅρασιν, σκεπάσας μὲ τὴν χλαμύδα τὸ πρόσωπον, μὴν ὑποφέρωντας νὰ βλέπη τὴν ἀσχημίαν της• τοσοῦτον ἔγιναν ἄμορφος ἡ πρώην ὡραιοτάτη καὶ πάγκαλλος. Ἐφυλάκωσαν οὖν αὐτὴν πάλιν εἰς τὸν ἀπαράκλητον ἐκεῖνον τόπον καὶ ἄχαρον, ἀφήνοντές τὴν ἄτροφον καὶ ἀνεπιμέλητον. Ἀλλ' ὅσον ἦτον διεφθαρμένον τὸ σῶμά της, τόσον ἡ ψυχή της ἀνεκαινίσθη, καὶ λαμπροτέρα ἐγένετο, καὶ προσηύχετο εὐχαριστοῦσα, πῶς τὴν ἠξίωσεν ὁ Κύριος, νὰ βασανισθῇ διὰ τὴν άγάπην Του.
Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ φανερὸς διάβολος, βλέπωντας πῶς δὲν ἐδυνήθη νὰ νικήσῃ μίαν τρυφερὴν κόρην ὁ ὑπηρέτης του, ἤγουν ὁ ἄρχων τῆς πόλεως, νὰ τὴν κάμῃ νὰ προσκυνήσῃ τοὺς δαίμονας ἠβουλήθη νὰ δοκιμάσῃ, μήπως καὶ τὴν νικήση αὐτὸς ὁ ἀδύνατος. Μεταμορφωθεὶς οὖν εἰς σχῆμα μεγάλου καὶ φοβεροῦ δράκοντος, καθὼς εἶναι καὶ εἰς τὰ ἔργα βλαπτικὸς καὶ θανάσιμος, ἐφάνη ὁ πάντολμος ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας, φοβερὸν καὶ ἐξαίσιον θέαμα. Πῦρ καὶ φλόγα εὒγενεν ἀπὸ τὴν μύτην του καὶ τὰ ὄμματα• τὰ δόντια ἄσπρα, καὶ ἡ γλῶσσα ὡς τὸ αἶμα κόκκινη• ἐσφύριζε δυνατὰ, καὶ ἔκαμνεν ἀνείκαστον σύγχυσιν, καὶ τοιαύτα σχήματα φοβερώτατα, ὁποῦ ἥθελε τρομάξει πῶς ἕνας βλέπωντας.
Ἡ δὲ Ἁγία δὲν ἐφοβήθηκε νὰ παύσῃ τὴν προσευχήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπασχε νὰ τὴν ἐμποδίσῃ ὁ κακομήχανος. Ὅστις βλέπωντάς την πῶς δὲν ἐδειλίασεν, ἀλλὰ προσηύχετο ἄφoβα, ἔδραμε ἀπάνω της, καὶ πλατύνας τὸ στόμα καὶ τὴν κοιλίαν του, τὴν ἐχαύθηκεν. Ἡ δὲ Ἁγία ὅταν εἶδε πῶς τὴν ἐκατάπιεν ἕως τὴν μέσην, καθὼς τῆς ἐφάνη, ἔγινεν ἀπὸ τὸν φόβον της ἔντρομος• καὶ εὐθύς ἐπικαλουμένη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τὸ σωτήριον ὄνομα, ἔκαμε Σταυρὸν μὲ τὴν δεξιάν της εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ δράκοντος, καὶ ὁ Σταυρὸς ἔσχισε τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ὡς ῥομφαία δίστομος. Καὶ ὁ μέν δράκων ἀφοῦ διεῤῥάγη, ἔγινεν ἄφαντος, ἡ δὲ Μάρτυς ἔμεινεν ἀβλαβὴς, καὶ ἐχαίρετο ψάλλουσα πρὸς τὸν Θεὸν δοξολογίας καὶ νικητήρια, καὶ λέγουσα διάφορα, ἀπὸ τὴν Γραφὴν ἁρμόδια• ἤγουν, ὁ Θεὸς οὐκ ἔστι πέρας τῆς μεγαλωσύνης σου• θανατοῖς καὶ ζωογονεῖς, κατάγεις εἰς ᾅδην, καὶ ἀνάγεις• συνέτριψας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, καὶ ἕτερα ὅμοια.
Τότε πάλιν ὁ δαίμων ὡς φιλόνεικος, ὁποῦ εἶναι, δὲν ἔπαυσε τὰς μηχανουργίας του, ἀλλ' ἠθέλησε νὰ δοκιμάσῃ καὶ μὲ ἄλλον τρόπον, νὰ πολεμήσῃ τὴν Μάρτυρα. Καὶ μετασχηματισθεὶς εἰς ἄνθρωπον ὁ μισάνθρωπος, ἔγινε μαῦρος ὠσὰν τὸν Αἰθίοπα, ἤγουν ἀράπης, καθὼς εἶναι καὶ εἰς τὰ ἔργα σκοτεινὸς καὶ ἄσχημος, καὶ τρέχωντας ἀπάνω τῆς Ἁγίας, ἐκεῖ ὁποῦ ἐστέκετο προσευχομένη, τὴν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰς χεῖρας, καὶ τὴν ἐφοβέριζε μὲ φωναῖς μεγάλαις νὰ τὴν φονεύσῃ, ἐάν δὲν παύση τὴν προσευχὴν, νὰ μὴ τοῦ δίδῃ δι' αὐτῆς ἐνόχλησιν.
Τοῦτο μόνον ἔκαμε, καὶ ἄλλο περισσότερον δὲν τὸν ἐσυγχώρησε νὰ πράξη ὁ Κύριος• ὅτι ἐὰν εἶχεν ἐξουσίαν, ἀπὸ πολλῆς τὴν ἐθανάτωνεν. Ἀλλὰ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ ἀνίσχυρος ἀπὸ λόγου του εἰς ἐμᾶς νὰ μᾶς κακοποιήση καμμίαν δύναμιν, χωρὶς τῆς θείας συγχωρήσεως. Πλὴν καὶ τοῦτο τὸ ὁλίγον διὰ κακόν του τὸ ἔκαμεν ὁ ἀνόητος• ὅτι ἀπὸ τὸ πρότερόν του κακούργημα, καὶ τοῦ Θεοῦ θαυματούργημα, ἐπῆρε θάῤῥος ἡ Ἁγία κατὰ τοῦ πειράζοντος, καὶ τὸν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰς τρίχας καὶ τὸν ἐμάστιξε. Καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν, εἰ πνεῦμα ὤν, κρατεῖται, καὶ τ' ἄλλα πάσχει ὡς ἀνδράποδον. Τὴν μὲν γὰρ τῷ τοῦ κρείττονος, ἔρωτι, καὶ τῇ ἀποστάσει τῶν γηΐνων, εἰς ἀΰλων τάξιν μεταβεβηκυΐαν, εἰκὸς δῶρον εἰληφέναι παρά Θεοῦ, τοσοῦτον δύνασθαι• ἐκεῖνον δὲ πεφυκέναι πάσχειν δεόντως, καὶ τῶν ἀλγηνῶν ἔχειν αἴσθησιν, εἰς ὕλην ἄνωθεν ῥεύσαντα, καὶ σωματικῆς παχύτητος ὁραθέντα, καὶ ἀναπλησθέντα. Οἵ γὰρ σωμάτων αἱροῦσιν ἡδοναὶ, καὶ πάθη σωμάτων αἱροῦσι, καὶ ἀδύνατον τινα πεφυκέναι θατέρου τῶν ἐναντίων αἴσθησιν ἔχειν, θατέρου δὲ μή. Ἅπας γάρ τις πρὸς τὰ τοιαῦτα ἐπίσης ἔχων ὁρᾶται• καὶ οὐκ ἔστιν, ὅπου διαπίπτων ὁ λόγος εὑρίσκεται. Ὅθεν κἀκεῖνος ὑλαῖος γενόμενος, πάσχει, πρίν εἴτι δράσαι κακόν• καὶ ἀπαγορεύει μέν τοῦ λοιποῦ δι' αὐτοῦ προσιέναι• ἔργῳ καὶ τότε διδαχθεὶς, ὅσον μέν παρά Χριστοῦ δύναμιν περιβέβληνται• οἱ γνησίως ἠκολουθηκότες αὐτῷ• ὅσην δὲ πάλιν ἐκεῖνος τὴν ἀσθένειαν ἔχει, τραχηλιάσας κατὰ τοῦ πεποιηκότος, καὶ ἀποστάτης γενόμενος.
Διατὶ τινὲς φιλονεικοῦσιν ἐναντιώμενοι εἰς τὴν ἄνωθεν ὑπόθεσιν, καὶ λέγουσιν, ὅτι εἶναι τὰ ἄνω γεγραμμένα ψεύματα• ἐπειδὴ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι βολετὸν νὰ πάθουσι τί σωματικὸν, ὡς ἄϋλα καὶ ἀσώματα• διὰ τοῦτο τὰ ἔγραψα οὕτως ἑλληνικά, καθὼς ἦσαν εἰς τὸ πρωτότυπον, διὰ περισσοτέραν τῆς ἀληθείας πίστωσιν. Πλήν ἰδοὺ γράφομεν καὶ τὴν τούτῳν ἐξήγησιν, ὡς δυνάμεθα. Δὲν εἶναι τίποτας θαυμαστὸν, πῶς δαίμων, ὁποῦ εἶναι πνεῦμα ἄϋλον, πιάνεται, καὶ τὰ ἄλλα πάσχει, ὡς σκλάβος καὶ ὑποχείριος• ὅτι ἐπειδὴ ἡ Ἁγία μὲ τὴν ἄρνησιν τῶν γηΐνων πραγμάτων καὶ μὲ τὸν πρὸς τὸν Θεὸν ἐγκάρδιον ἔρωτα, ἐμεταλλάχθη εἰς τάξιν ἀγγελικήν καὶ ἄϋλον, τὸ πρέπον εἶναι, νὰ ἐδυνήθῃ νὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον τέτοιον χάρισμα• καὶ ὁ ἐχθρὸς πάλιν πρεπούμενα νὰ πάσχῃ καὶ νὰ γροικᾷ τοὺς πόνους καὶ τὰ ἀλγηνά νὰ αἰσθάνεται. Ἐπειδὴ εἰς ὓλην ἄνωθεν ἔτρεξε, καὶ ἠγάπησε καὶ ἐνεπλήσθη σωματικὴν παχύτητα. Διατὶ ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐκλέγουσι τῶν σωμάτων ἤ κακαῖς ὄρεξες καὶ τὰ πάθη τους, τὸ διαλέγουσι. Καὶ εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατον, νὰ εὑρίσκεται τινάς, νὰ γροικᾷ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐναντία, καὶ τὸ ἄλλο νὰ μὴ γροικᾷ• ὅτι καθ' ἕνας πρὸς τὰ τοιαῦτα ἴσια φαίνεται, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐρεθῇ ὁ λογαριασμός νὰ σφαίνῃ.
Διά τοῦτο, καὶ ὁ δαίμων ἐπειδὴ ἐφάνη εἰς τοιούτον σχῆμα ὑλικόν, πάσχει πρίχου νὰ κάμῃ κακόν τίποτας• καὶ ἀπὸ τότε καὶ ἔμπροσθεν δὲν ἐτόλμησε πλέον νὰ πλησιάσῃ τῆς Μάρτυρος• ἐπειδὴ μὲ ἔργον ἐγνώρισε, πόσην δύναμιν ἔχουσιν ἀπὸ τὸν Χριστὸν ὅσοι μὲ ὅλην τους τὴν καρδίαν Τὸν ἠκολούθησαν• καὶ πάλιν πόσην ἀδυναμίαν ἐπῆρεν αὐτὸς, διατὶ ὑπερηφανεύθη κατά τοῦ Κτίστου, καὶ ἀποστάτησεν.
Ἀφ' οὗ λοιπόν ἐνίκησε τὸν πολέμιον ἀνδρείως ἡ πάνσεμνος, καὶ ἔγινεν ἄφαντος ὁ ἀνίσχυρος καὶ ἀδύνατος, τότε ἤλθασιν εἰς τὴν Ἁγίαν οὐρανόθεν τὰ νικητήρια, καὶ εὐαγγέλια σωτήρια καὶ χαρμόσυνα, ἤγουν, ἐφάνη φῶς μέγα, καὶ ἔλαμψεν ὅλον τὸ δεσμωτήριον, τὸ ὁποῖον φῶς εὔγενεν ἀπὸ ἓνα Σταυρόν, ὅστις ἔφθανεν ἀπὸ τὴν γῆν ἕως τὸν οὐρανὸν• ἐπάνω δὲ τοῦ Σταυροῦ ἐπέτα μία ἄσπρη Περιστερὰ καθαρὰ καὶ ἄμωμμος. Ταῦτα μοῦ φαίνεται πῶς ἐδηλοῦσαν τὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος μυστήριον, τὸ μέν φῶς ἐσημείωνε, τὴν δόξαν τοῦ Πατρός• ὁ Σταυρὸς τὸν ἐσταυρωμένον Χριστὸν• καὶ ἡ Περιστερὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἃγιον• ἡ ὁποῖα ἐκατέβη ἕως πλησίον τῆς Ἁγίας, καὶ λέγει της•
Χαῖρε Μαρίνα ἡ λογική περιστερὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐνίκησες τὸν πονηρὸν, καὶ τὸν ἐχθρὸν ἐκατήσχυνες• χαῖρε δούλη πιστὴ καὶ ἀγαθὴ τοῦ Κυρίου σου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησας ἐξ ὅλης καρδίας σου, καὶ ἐμίσησας πᾶσαν ἀπόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἔφθασεν ἡ ἡμέρα νὰ λάβῃς τῆς νίκης τὸν Στέφανον, καὶ νὰ εἰσέλθης ἀξιοχρέως στολισμένη μὲ τὰς φρονίμους Παρθένους εἰς τὸ νυμφῶνα τοῦ Νυμφίου καὶ Βασιλέως σου.
Μέ ταῦτα τὰ λόγια, ὁποῦ τῆς ἐλαλήθησαν οὐρανόθεν, ἀνεκαινίσθη καὶ τὸ σαρκίον της μὲ τὴν δρόσον τοῦ Παναγίου Πνεύματος• καὶ ὅλαις οἱ πληγαῖς της τελείως ἐθεραπεύθησαν τόσον, ὁποῦ κᾄν σημεῖον τραύματος δὲν ἔμεινε ποσῶς εἰς τὴν σάρκα της. Ὅθεν ἐνεπλήσθη πλείστης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, καὶ ἐξωμολογεῖτο εὐφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα•
Εὐλογήσω σε Κύριε, ὑμνήσω σε ὁ Θεὸς μου, καὶ δοξάσω τὸ ὂνομά Σου, ὅτι ἔκαμες εἰς ἐμέ τὴν ἀναξίαν δούλην Σου θαυμάσια πράγματα. Ὑψώσω σε Κύριε, καὶ αἰνέσω σε, ὅτι ἠλέησας καὶ ἐπίσκεψάς με, καὶ ἰάτρευσας τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμά μου, καὶ δὲν μὲ παρέδωκες εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν μου, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπέρογκον τῆς φαντασίας τοῦ ὀλεθριοτάτου δράκοντος μοῦ ἔδειξες, καὶ τοῦτον μὲ τοὺς ἄλλους θανατηφόρους ὂφεις καὶ δαίμονας εἰς τὰς ἀβύσσους ἐβύθισας. Τώρα δὲ πάλιν ἀγαλλιασθεῖσα τῷ πνεύματι ἐπί σοῦ τῷ Θεῷ Σωτήρι μου, ζητῶ ἄλλην μίαν χάριν ἀπὸ τὴν ἀγαθοτάτην σου χρηστότητα, νὰ μὲ ἀξιώσης νὰ ξαναγεννηθῶ μὲ τὸ λουτρόν τοῦ Ἁγίου σου Βαπτίσματος, διὰ νὰ τελειωθῶ μὲ τὸ ὕδωρ τῆς παλιγγενεσίας, καθὼς ἡγιάσθηκα μὲ τὸ αἷμα τῆς ἀθλήσεως νὰ γένω ἀξία τῆς εἰσόδου τῶν Ἁγίων σου• ὅτι ἐσύ εἶσαι μόνος Ἅγιος ἀληθῶς, καὶ ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος, καὶ ἐνδοξαζόμενος σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νύν, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν.
Οὕτω προσηύχετο ὁληνυκτίς ἡ Ἁγία εἰς τὴν φυλακήν ἀγαλλομένη, τὸν Θεόν δοξάζουσα. Καὶ τὸ ταχὺ καθίσας εἰς τὸν θρόνον ὁ Ἔπαρχος ἔμπροσθεν ὅλου τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως, ἤφεραν ἐκεῖ τὴν Μάρτυρα. Τὴν ὁποίαν βλέπων ὁ Ἔπαρχος ὅλην ὑγιῆ καὶ φαιδρὰν εἰς τὸ πρόσωπον, ἐθαύμασεν εἰς αὐτὴν, καὶ λέγει της•
βλέπεις Μαρίνα, πῶς οἱ μεγάλοι θεοὶ ἔχουσιν τὴν ἔννοιαν καὶ φροντίδα σου; καὶ σπλαγχνισθέντες εἰς τὸ κάλλος σου σὲ ἰάτρευσαν. Πρέπει οὖν καὶ σὺ νὰ μὴ φανῆς εἰς τοῖς εὐεργέτοις ἀχάριστος, ἀλλὰ νὰ τοὺς δώσης ἀξίαν ἀντάμειψιν, νὰ γένης ἱερεία των, νὰ τοὺς θυσιάζῃς ἀντάμα μὲ τὸν πατέρα σου.
Λέγει του ἡ Άγία•
Ἐμένα δὲν ἰάτρευσαν οἱ ἀναίσθητοί σου θεοὶ καὶ ἀνίσχυροι, ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς καὶ ὁ μόνος Θεός, ὁποῦ θεραπεύει ψυχὰς καὶ σώματα• Τὸν ὁποῖον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τοῦτον πρέπει νὰ γνωρίσῃς καὶ σὺ, καὶ Αὐτὸν μόνον νὰ προσκυνᾷς ὡς ἀθάνατον, καὶ νὰ μισήσῃς τῶν εἰδώλων τὸν δόλον καὶ ματαιότητα.
Τότε προστάσσει, νὰ τὴν γυμνώσουν, καὶ νὰ τὴν κρεμάσουν εἰς τὸ ξύλον, νὰ κατακαὶουν μὲ λαμπάδας πυρὸς τὰς πλευρὰς καὶ τὸ στῆθός της. Ὑπέμενεν οὖν τὰς ἀλγηδόνας καὶ πόνους, ὥραν πολλήν καταφλεγομένη, καὶ προσηύχετο εἰς τὴν καρδίαν ἥσυχα εὐχαριστοῦσα τὸν Κύριον. Μετὰ ταῦτα ἤφεραν εἰς τὸ μέσον ἕνα μεγάλο χάλκωμα, καὶ τὸ ἐγέμωσαν νερόν• καὶ κατεβάσαντες ἀπὸ τὸ ξύλον τὴν Μάρτυρα, ἔδεσαν αὐτὴν δυνατὰ, καὶ τὴν ἐβούτηξαν εἰς τὸν λέβητα κατακέφαλα, διὰ νὰ πνιγῇ εἰς τὰ ὕδατα.
Ἀλλ' εἰς μάτην ἐκοπίαζαν οἱ ἀνόητοι ὅτι ὁπόταν τὴν ἔβαναν ἔσω, ἐβόησε λέγουσα•
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ὁποῦ ἔλυσες τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, καὶ τοὺς νεκρούς ἐξανέστησας, ἐσὺ Παντοδύναμε ἐπίβλεψον καὶ εἰς τὴν δούλην Σου, καὶ τοὺς δεσμούς μου διάῤῥηξον, καὶ ἄς μοῦ γένῃ τοῦτο τὸ ὕδωρ εἰς ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς ἀναπλήρωσιν τοῦ ἐπιθυμουμένου μοι Βαπτίσματος, νὰ ἐκδυθῶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ φθειρόμενον, καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν καινὸν καὶ ἀθάνατον.
Οὕτω προσευχομένην ἔῤῥιψαν αὐτὴν εἰς τὸ σκεῦος ἐκεῖνο τοῦ ὕδατος• παρευθὺς σεισμὸς μέγας ἔγινε, καὶ ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη Περιστερά ἐπάνω τοῦ ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τὸ στόμα Στέφανον. Αὐτὴν τὴν ὥραν ἐφάνη καὶ ὁ πύρινος στύλος, καὶ ἐπάνω τοῦτου Σταυρὸς κατὰ τὸν τύπον, ὁποῦ παραπάνω ἐγράψαμεν. Ἡ μέν οὖν Ἁγία εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ ὕδατα, ὅτι ὅλα τὰ δεσμά της ἐλύθησαν, καὶ ἐστέκετο μὲ ἀγαλλίασιν ἄφραστον, δοξάζουσα τὴν Παναγίαν Τριάδα, καὶ ἐξ ὅλης ψυχῆς αὐτὴν ἐμεγάλυνε, πῶς ἐβαπτίσθη ἀμέσως ὑπ' αὐτῆς κατά τὸν πόθον της, καὶ ὑπερφυῶς ἐφωτίσθηκεν. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο τὸ θαυμάσιον ἔγινε τότε εἰς τὴν Ἁγίαν, ἀλλὰ καὶ ἔτερον ἐξαίρετον• ἤγουν ἐκάθισεν ἡ Περιστερὰ εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς Μάρτυρος, βαστάζουσα ἐκεῖνον τὸν ἀμαράντινον Στέφανον, καὶ λέγει πρὸς αὐτὴν μὲ φωνὴν γλυκυτάτην•
Εἰρήνη σοι δούλη τοῦ Θεοῦ• ἔχε θάῤῥος, καὶ δέξου ἀπὸ τὴν δεξιάν τοῦ Ὑψίστου τοῦτον τὸν οὐράνιον Στέφανον.
Ταύτα λέγουσα ἡ θεία Περιστερὰ, ὤ τοῦ θαύματος, ἀναπτερίζει τὰς πτέρυγας, ὥσπερ νὰ ἐχαίρετο εἰς τὰ τελούμενα• καὶ, τότε πετάσασα ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς τὸν φωτοφανῆ ἐκεῖνον Σταυρὸν, καὶ λέγει πάλιν εἰς ἐπήκοον πάντων πρὸς τὴν Ἁγίαν Μάρτυρα.
Ἐλθὲ εἰς τὰς ἄνω μονὰς τοῦ Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, νὰ ἀπολαύσῃς τῆς ἀφθαρσὶας τὸν Στέφανον, εἰς τὰ ἀγαπητὰ τοῦ Θεοῦ σκηνώματα, νὰ χαίρεσαι μὲ τοὺς Ἁγίους χορεύουσα, καὶ ἀναπαυομένη αἰώνια.
Αὐτὴν τὴν θείαν φωνήν ἀκούσαντες ὅλοι τῆς πόλεως ἔφριξαν, καὶ ἐπίστευσαν εὐθὺς εἰς τὸν Χριστὸν, ἄνδρες ὁμοῦ καὶ γυναῖκες πλῆθος ἀμέτρητον, καὶ ἐβόησαν μεγαλοφώνως, πῶς ἦσαν ἕτοιμοι νὰ λάβουν διὰ τὸν Χριστὸν, τὸν ἀληθῆ Θεόν, θάνατον.
Ὅθεν ἀκούσας ὁ Ἔπαρχος πῶς ὡμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Θεὸν καὶ Βασιλέα, τοὺς δὲ βασιλεῖς καὶ τοὺς θεοὺς ἐβλασφήμουν καὶ ὓβριζον, ἐπρόσταξε νὰ θανατώσουν ὅσους ἐπίστευσαν. Οἵτινες ἔτρεχαν, εἰς τὴν σφαγὴν διὰ τὸν Χριστὸν ἑκουσίως καὶ θεληματικῶς, ὡς πρόβατα ἄκακα• καὶ ἐφόνευσαν ἄνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρὶς ταῖς γυναῖκες, ὁποῦ δὲν τὰς ἐμέτρησαν. Οἵτινες ὅλοι βαπτισθέντες μὲ τὸ ἅγιον αἷμά των, δὲν ἐχρειάσθησαν ἄλλο βάπτισμα• ἀλλὰ γενόμενοι θυσία τῷ Θεῷ καὶ ὁλοκάρπωσις, ἀπῆλθον εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν οἱ τρισμακάριοι.
Ὁ δὲ δυσσεβὴς, Ὀλὺβριος φοβούμενος μήπως καὶ πιστεύσουν καὶ οἱ ἐπίλοιποι τῆς πόλεως, ἐάν ἀφὴσῃ τὴν Ἁγίαν ἀκόμη ζωντανήν, ἔδωκε κατ' αὐτῆς καὶ σατανικῶς τοῦ τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν. Καθὼς οὖν ἐπῆραν αὐτὴν οἱ δήμιοι, καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου καὶ τὸ εἰρημένον πλῆθος ἀπεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν ἡ Ἁγία τὸν στρατιώτην, ὁποῦ ἤθελε νὰ τὴν φονεύσῃ, καὶ λέγει του• μακροθύμησον καμπόσην ὥραν εἰς ἐμέ ὦ τέκνον μου, νὰ συντύχω πρὸς τοὺς παρεστῶτας ὀλίγα λόγια, νὰ κάμω καὶ τὴν προσευχήν μου, καὶ τότε νὰ κάμης τὸ προστασσόμενον. Οὕτως εἶπεν, ἔπειτα στρέφει πρὸς τὸ πλῆθος τὸ πρόσωπον, λέγουσα•
παρακαλῶσας, Ἀδελφοὶ καὶ φίλοι μου, ὡς ἀναξία δούλη τοῦ Ὑψίστου, ἀκούσατε νουνεχῶς τὴν μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ἠξεύρετε, ὅτι ἕνας εἶναι μόνον ὁ ἀληθὴς Θεὸς ἐν Πατρί, καὶ Υἱῶ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι θεωρούμενος καὶ προσκυνούμενος• καὶ ὅστις πιστεύει εἰς Αὐτὸν μόνον, σώνεται. Λοιπόν ὑπερβαίνοντες πᾶσα τὴν κτίσιν τῶν ὁρωμένων καὶ νοουμένων, ὑψώσατε τὸν νοῦν, νὰ γνωρίσετε τὸν Πατέρα τῶν φώτων, καὶ τὸν μονογενῆ Υἱόν καὶ Λόγον Αὐτοῦ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν, καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεὸς ἀκατάληπτος, καὶ τινὰς δὲν σώνεται εἰς ἄλλο ὄνομα.
Ταύτα ἡ Μάρτυς πρὸς τοὺς παρόντας ὁμιλήσασα, ὕψωσε πρὸς οὐρανὸν τὰ ὅμματα τῆς διανοίας, τοιαῦτα λέγουσα•
Ἄναρχε, ἀθάνατε, ἄχρονε, ἄκτιστε, ἀκατάληπτε, καὶ ἀνεξιχνίαστε Κύριε, Θεὲ τῶν ὅλων, καὶ δημιουργὲ πάσης κτίσεως, προνοητὰ καὶ σωτὴρ ὁλονῶν, ὁποῦ εἰς σὲ ἐλπίζουσιν• εὐχαριστῶ σοι, ὁποῦ μὲ ἤφερες εἰς τὴν ὥραν ταύτην, καὶ ἤγγισα εἰς τὸν Στέφανον τῆς δικαιοσύνης σου. Ὑμνῶ καὶ εὐλογῶ τὴν ἀναρίθμητον εὐσπλαγχνίαν καὶ φιλανθρωπίαν σου, ὁποῦ ἠθέλησες νὰ μὲ συντάξῃς μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους σου. Ἐπίβλεψον καὶ τώρα ἐπ' ἐμέ τὴν ταπεινὴν Δέσποτα Θεὲ, Κύριε τοῦ ἐλέους Παντοκράτωρ καὶ Παντοδύναμε, ἐπάκουσον τῆς προσευχῆς μου, καὶ πλήρωσόν μου τὰ αἰτήματα εἰς ἔπαινον, καὶ τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ ὑπεραγίου καὶ προσκυνητοῦ Σου ὀνόματος. Χάρισαι τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ὁλονῶν ἐκείνων, ὁποῦ θέλουν οἰκοδομήσει Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς δούλης σου, να λειτουργοῦσιν εἰς αὐτὴν προσευχόμενοι, ἤ γράψουσι τὸ Μαρτύριον τῆς ἀθλήσεώς μου, καὶ τὸ ἀναγινώσκουσι μετὰ πίστεως, μνημονεύοντες τὸ ὂνομα τῆς δούλης σου, καὶ καρποφοροῦσι τὸ καταδύναμιν• ὁλονῶν αὐτῶν λέγω, ὁποῦ θεραπεύσουν τὸ οἰκητήριον τοῦ σώματός μου, ὁποῦ ἐμαρτύρησε δι' ἀγάπην σου, συγχώρησον τὰς ἁμαρτίας κατά τὸ μέτρον τῆς πίστεως αὐτῶν• καὶ μὴ τοὺς ἐγγίση χείρ κολαστήριος, οὔτε πεῖνα, οὐδέ θανατικόν, ἤ ἄλλη βλάβη ψυχῆς, ἤ σώματος. Καὶ ὅσοι μὲ θέλουν ἑορτάσει δοξολογοῦντες μετὰ πίστεως, καὶ σοῦ ζητήσουν σωτηρίαν καὶ ἔλεος διὰ μέσου μου, χάρισαί τους εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὰ ἀγαθά σου, νά πορεύωνται πρὸς αὐτάρκειαν• καὶ ἀξίωσον αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας σου. Ὅτι Σὺ εἶ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, καὶ τῶν ἀγαθῶν δοτὴρ εἰς τοὺς αἰώνας, ἀμήν.
Ταῦτα προσευχομένης τῆς Μάρτυρος, ἐγίνη πάλιν μέγας σεισμὸς, καὶ ἔπεσον κατά γῆς πολλοὶ ἄνθρωποι, ὁμοίως καὶ ὁ δήμιος, ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὴν θατανατώσῃ, ἔπεσεν ἔντρομος.
Ὁ δὲ Κύριος αὐτὸς τῆς ἐπαραστάθη νοητῶς μὲ πλήθος πολύ Ἁγίων Ἀγγέλων, καὶ λέγει της•
Ἔχε θάῤῥος Μαρίνα, καὶ μὴ φοβᾶσαι, ὅτι τὰς προσευχάς σου ἐπήκουσα, καὶ πάντα ὅσα ἐζήτησες ἐπλήρωσα, καὶ νὰ τὰ ἀποπληρώσω κατά καιρὸν, καθὼς ἤτησας• καὶ τώρα ἦλθον νὰ ἀναλάβω τὴν ψυχήν σου εἰς τὰ οὐράνια. Μακαρία σὺ, ὅτι διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς παρεκάλεσας, ἐφάνης ἐνώπιόν μου ἄμωμος, καὶ ηὗρες χάριν εἰς ἐμένα. Δι' αὐτὸ θέλει εἶσται πολὺς ὁ μισθός σου εἰς τὰ οὐράνια.
Τότε ἡ Μακαρία ἐνεπλήσθη χαρᾶς πολλῆς καὶ ἀγαλλιάσεως, καὶ λέγει τῷ στρατιώτῃ•
Τελείωσον τώρα εἰς ἐμέ ἐκεῖνο, ὁποῦ σὲ ἐπρόσταξαν.
Αὐτὸς δὲ ἔτρεμε, καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ σηκώσῃ τὸ σπαθί ὁλότελα.
Ἀμὴ αὐτή τὸν ἐθάῤῥυνε, καὶ μετὰ βίας τὸν ἐκατάπεισε, καὶ ἔκοψε τὴν μακαρίαν της κεφαλὴν τῆ ιζ'. τοῦ Ἰουλίου μηνός• καὶ τὸ μὲν Ἅγιον Λείψανον ἐπῆραν κρυφὰ οἱ Χριστιανοὶ, καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ ἐντίμως ὡς ἔπρεπεν• ἡ δὲ μακαρία ψυχὴ ἀπῆλθεν εἰς τὴν οὐράνιον εὔκλειαν. Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν. Ἀμὴν.
Πηγή: Καλοκαιρινή παρά Άγαπίου Μοναχοῦ
Ἁπολυτίκιον:
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ, Μαρίνα ἔνδοξε,
τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλειπες
καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος
τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας
στεῤῥῶς ὀφθέντα σοι, ἀθληφόρε,
καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.
τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλειπες
καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος
τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας
στεῤῥῶς ὀφθέντα σοι, ἀθληφόρε,
καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.