Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η ζω ή της Πα να γί ας μας σκι α γρα φεί ται α πό τους Ευ αγ γε­λι στές, τα λει τουρ γι κά βι βλί α της Εκ κλη σί ας μας (συ να ξά­ρια και τρο πά ρια των Θε ο μη το ρι κών ε ορ τών) και τους λό­γους των Α γί ων Πα τέ ρων. Αυ τές εί ναι οι πη γές για το κεί­με νο που α κο λου θεί.

Οι γο νείς της

Η Θε ο τό κος ή ταν κό ρη του πλού σιου κτη νο τρό φου Ι ω α­κείμ και της Άν νας, που κα τα γό ταν α πό το βα σι λι κό γέ νος του Δαυ ίδ.

Ε πει δή ο Ι ω α κείμ και η Άν να ή ταν ά τε κνοι (η Άν να ή ταν στεί ρα), πα ρα κα λού σαν για πολ λά χρό νια το Θε ό να τους χα ρί σει έ να παι δί, με την υ πό σχε ση ό τι το παι δί που θα γεν νη θεί, θα το α φι ε ρώ σουν σ' Αυ τόν. Πρέ πει να ση μει ω­θεί ό τι η α τε κνί α την ε πο χή ε κεί νη ή ταν ντρο πή-κα τά ρα για έ να αν δρό γυ νο και ό λοι τους πε ρι φρο νού σαν μέ σα στην κοι νω νί α. Α κό μα και οι ι ε ρείς δεν δέ χον ταν τα δώ ρα που πρό σφε ραν στο να ό του Θε ού, λό γω της α τε κνί ας τους. Εξ αι τί ας αυ τού η μεν Άν να πή γε μέ σα στον κή πο τους, ο δε Ι ω α κείμ α νέ βη κε στο βου νό και ε κεί με δά κρυ α πα ρα κα λού σαν το Θε ό να τους χα ρί σει έ να παι δί και να λύ σει την α τε κνί α τους. Και ο Θε ός τους προ μή νυ σε με τον αρ χάγ γε λό Του Γα βρι ήλ ό τι θα συλ λά βει η πρώ ην ά γο νος και στεί ρα Άν να και θα γεν νή σει παι δί ά γιο.

Πράγ μα τι η Άν να συ νέ λα βε, και γέν νη σε τη Βα σί λισ σα του κό σμου. Η Εκ κλη σί α μας ε ορ τά ζει το γε γο νός αυ τό της συλ λή ψε ως στις 9 Δε κεμ βρί ου: «η σύλ λη ψις της Α γί ας Άν νης, μη τρός της Υ πε ρα γί ας Θε ο τό κου».



Η Γέν νη ση της Θε ο τό κου

Έ τσι λοι πόν συ νε λή φθη και γεν νή θη κε η α γί α Παρ θέ νος Μα ρί α· ό χι βέ βαι α χω ρίς σαρ κι κή συ­νά φεια των γο νέ ων της. Γεν νή θη κε σε εν νέ α μή νες και, ναι μεν ή ταν καρ πός της υ πο σχέ σε ως του Θε ού, αλ λά έ γι νε με σπέρ μα αν δρός με τη συ νεύ ρε ση των γο νέ ων της. Μό νο ο Κύ ριός μας Ι η σούς Χρι στός γεν νή θη κε α πό την α γί α Παρ θέ νο Μα ρί α με τρό πο α νέκ φρα στο και α νερ­μή νευ το, ό πως Ε κεί νος Μό νος γνω ρί ζει, χω ρίς να υ πάρ χει το σαρ κι κό θέ λη μα.

Σύμ φω να με την πα ρά δο ση, η Πα να γί α γεν νή θη κε στην Ι ε ρου σα λήμ. Μά λι στα οι πα τέ ρες της α γι ο τα φι κής α δελ φό τη τας δεί χνουν στους προ σκυ νη τές τον τό πο γέν νη σης της Θε ο τό κου, που βρί σκε ται κον τά στην προ βα τι κή κο λυμ βή θρα. Ο νο μά στη κε Μα ριάμ (Μα ρί α ε ξελ λη νι σμέ νο) που ση μαί νει Κυ ρί α, Ελ πί δα.

Η Εκ κλη σί α μας ε ορ τά ζει τη γέν νη ση της Θε ο τό κου στις 8 Σε πτεμ βρί ου: «το Γε νέ θλιον της Υ­πε ρα γί ας Δε σποί νης η μών Θε ο τό κου και α ει παρ θέ νου Μα ρί ας».



Η εί σο δος της Θε ο τό κου στον Να ό

Ό ταν η Μα ρί α έ φθα σε τον τρί το χρό νο της η λι κί ας της, την έ φε ραν οι γο νείς της -σύμ φω να με την υ πό σχε σή τους-στο Να ό, και την πα ρέ δω σαν στους ι ε ρείς. Σύμ φω να με το έ θι μο, τη συ νό δευ σαν λαμ πα δο φο ρού σες «παρ θέ ναι των Ε βραί ων».

Α φού την πα ρέ λα βε ο ι ε ρέ ας και προ φή της Ζα χα ρί ας, πα τέ ρας του Ι ω άν νου Προ δρό μου,κι νού­με νος α πό τη θεί α βου λή, την ο δή γη σε στο ε σω τε ρι κό και α γι ώ τε ρο μέ ρος του Να ού, στα ά για των Α γί ων. Ε κεί έ ζη σε δώ δε κα χρό νια και α ξι ω νό ταν κα θη με ρι νά θεί ες φα νε ρώ σεις, ε νώ θεί ος άγ γε λος-ο Αρ χάγ γε λος Γα βρι ήλ-της έ φερ νε συ νε χώς ου ρά νια τρο φή. Έ τσι, ζών τας μέ σα στο χώ ρο της α γι ό τη τας, ε τοι μα ζό ταν ο «έμ ψυ χος να ός εις κα τοί κη σιν του Κυ ρί ου».

Η Εκ κλη σί α μας ε ορ τά ζει το γε γο νός με την ε ορ τή των Ει σο δί ων στις 21 Νο εμ βρί ου: «μνή μη της εν τω Να ώ Ει σό δου της Θε ο μή το ρος»



Ο Ευ αγ γε λι σμός της Θε ο τό κου

Ό ταν η Μα ρί α έ γι νε δε κα πέν τε ε τών, οι γο νείς της εί χαν κοι μη θεί, γι' αυ τό οι ι ε ρείς φρόν τι σαν να την α πο κα τα στή σουν. Προ έ κρι ναν ως κα ταλ λη λό τε ρο τον δί και ο Ι ω σήφ. Η Γρα φή τον ο νο­μά ζει Δί και ο: «Ι ω σηφ δε ο α νήρ αυ τής, δί και ος ων.. .» (Ματθ. α '; 19), που ση μαί νει πως εί χε ό­λες τις α ρε τές. Ο Γέ ρον τας Ι ω σήφ ή ταν χή ρος και πα τέ ρας με ε πτά παι διά α πό άλ λη γυ ναί κα. Αυ τά εί ναι τα «θε τά» ά δέλ φια του Ι η σού και ό χι παι διά της Θε ο τό κου, η ο ποί α εί ναι Α ει πάρ θε­νος, πα ρέ μει νε δη λα δή Παρ θέ νος και με τά τη γέν νη ση του Κυ ρί ου και πο τέ δεν ήλ θε σε σαρ κι­κή ε πα φή με τον Ι ω σήφ, ό πως βλά σφη μα δι δά σκουν οι προ τε στάν τες και άλ λοι αι ρε τι κοί. Έ τσι ο αρ ρα βώ νας ή ταν α πα ραί τη τος, για να κα λυ φθεί η υ περ φυ σι κή γέν νη ση του Ι η σού με την πα ρου σί α του Ι ω σήφ.

Ο Ι ω σήφ πα ρέ λα βε τη Μα ριάμ και ήρ θε στη Να ζα ρέτ. Τον τέ ταρ το μή να με τά την έ ξο δό της α­π' το Να ό, ο Αρ χάγ γε λος Γα βρι ήλ πα ρου σι ά στη κε μπρο στά της λέ γον τάς: «Χαί ρε, κε χα ρι τω μέ­νη, ο Κύ ριος με τά σου, ευ λο γη μέ νη συ εν γυ ναι ξί.. . ».

Η Μα ριάμ α κού γον τας το χαι ρε τι σμό τα ρά χτη κε. «Μη φο βά σαι» της λέ γει ο Αρ χάγ γε λος «Μη φο βού Μα ριάμ εύ ρες γαρ χά ριν πα ρά τω Θε ώ» (Λουκ. α '28-30). Γι' αυ τό θα συλ λά βεις και θα γεν νή σεις Υι ό και θα τον ο νο μά σεις Ι η σού. «Και ι δού συλ λή ψη εν γα στρί και τέ ξη υι όν, και κα­λέ σεις το ό νο μα αυ τού Ι η σούν» (Λουκ. α ' 31).

Η Παρ θέ νος στο ά κου σμα αυ τό ρω τά ει τον άγ γε λο: «Πως έ σται μοι τού το; Ε πεί άν δρα ου γι­νώ σκω;» (Πως θα γί νει αυ τό, α φού δεν γνω ρί ζω σαρ κι κά άν τρα; ). Καί ο άγ γε λος της λύ νει την α πο ρί α λέ γον τάς της: «Πνεύ μα Ά γιον ε πε λεύ σε ται ε πί σε και δύ να μις Υ ψί στου ε πι σκιά σει σοι» (Λουκ. α ' 35) (Θα έλ θει σε σέ να το Ά γιο Πνεύ μα και θα σε σκε πά σει η Δύ να μη του Υ ψί­στου).

Τό τε η Παρ θέ νος, α πο κρί θη κε προς τον άγ γε λο: « Ι δου η δού λη Κυ ρί ου, γέ νοι τό μοι κα τά το ρή μά σου» .(Λουκ. α ' 37) (Να η δού λη του Κυ ρί ου, ας γί νει σ' ε μέ να σύμ φω να με τον λό γο σου).

Α πό ε κεί νη τη στιγ μή ο Κύ ριος μας Ι η σούς Χρι στός σαρ κώ θη κε στη μή τρα της α ει παρ θέ νου Μα ρί ας γί α τη σω τη ρί α του αν θρώ πι νου γέ νους.

Η Εκ κλη σί α μας ε ορ τά ζει τον Ευ αγ γε λι σμό στις 25 Μαρ τί ου: «ο Ευ αγ γε λι σμός της Υ πε ρα γί ας Δε σποί νης η μών Θε ο τό κου και α ει παρ θέ νου Μα ρί ας».



Η Μα ριάμ ε πι σκέ πτε ται την Ε λι σά βετ

Η μα κα ρί α Παρ θέ νος Μα ριάμ, έ χον τας μέ σα στα σπλά χνα της Αυ τόν που δεν τον χω ρά ει το σύμ παν, έ φυ γε βι α στι κά α πό τη Να ζα ρέτ για κά ποι α πό λη στα ο ρει νά της Ι ου δαί ας, ό που κα τοι­κού σε το ευ λο γη μέ νο αν δρό γυ νο, ο Ζα χα ρί ας με την Ε λι σά βετ. Σκο πός της ή ταν να βρει την Ε λι σά βετ, που ή ταν συγ γε νής της, και να την συγ χα ρεί για την εγ κυ μο σύ νη της γε ρον τι κής της η λι κί ας, την ο ποί α πλη ρο φο ρή θη κε α πό τον άγ γε λο «και ι δού Ε λι σά βετ η συγ γε νής σου και αυ τή συ νει λη φυί α υι όν εν γή ρει αυ τής, και
ού τος μην έ κτος ε στίν αυ τή τη κα λου μέ νη στεί ρα»(Λουκ. α 38) (και να που η Ε λι σά βετ η συγ­γε νής σου έ χει συλ λά βει και αυ τή γιο στα γη ρα τειά της, και αυ τός εί ναι ο έ κτος μή νας της εγ­κυ μο σύ νης γι' αυ τήν που τη φω νά ζα νε στεί ρα). Πε ρισ σό τε ρο ό μως ή θε λε να της δι η γη θεί τα με γά λα και θαυ μα στά που ευ δό κη σε και έ κα με σ' αυ τήν ο παν το δύ να μος Θε ός. «Και ε γέ νε το ως ή κου σεν η Ε λι σά βετ τον α σπα σμόν της Μα ρί ας, ε σκίρ τη σε το βρέ φος εν τη κοι λί α αυ τής». Η Ε λι σά βετ μό λις ά κου σε τον χαι ρε τι σμό της Παρ θέ νου αι σθάν θη κε ό τι το ε ξά μη νο βρέ φος στα σπλά χνα της σκίρ τη σε α πό χα ρά. Και με το σκίρ τη μα αυ τό ο Ι ω άν νης ο Πρό δρο μος, πριν ά κό μα δει το φως του αι σθη τού η λί ου, προ φη τεύ ει την α να το λή του νο η τού Η λί ου (του Χρι στού). Α­μέ σως τό τε η γε ρόν τισ σα Ε λι σά βετ, με το φω τι σμό του Α γί ου Πνεύ μα τος, ά να γνώ ρι σε την Παρ θέ νο Μα ριάμ σαν Μη τέ ρα του Κυ ρί ου και Θε ού μας και δο ξο λό γη σε με γα λό φω να το Χρι στό που έ φε ρε στα σπλά χνα της: «και πό θεν μοι τού το ί να έλ θη η μή τηρ του Κυ ρί ου μου προς με;» (Λουκ. α 43). Και η Παρ θέ νος Μα ρί α πλημ μυ ρι σμέ νη α πό την α γαλ λί α ση που της έ δω σε το Ά γιο Πνεύ μα, έ ψαλ λε την -ο νο μα σθεί σα- ω δή της Θε ο τό κου: «Με γα λύ νει η ψυ χή μου τον Κύ ριον και η γαλ λί α σε το πνεύ μα μου ε πί τω Θε ώ τω σω τή ρί μου.. .» (Λουκ. α 46-47).

Στη συ νέ χεια η Μα ριάμ έ μει νε τρεις μή νες κον τά στην Ε λι σά βετ,και έ πει τα ε πέ στρε ψε στο σπί τι της. «Έ μει νε δε Μα ριάμ συν αυ τή ω σεί μή νας τρεις και υ πέ στρε ψεν εις τον οί κον αυ τής» (Λουκ. α ' 56).



Οι αμ φι βο λί ες του Ι ω σήφ και η δι ά λυ σή τους α πό τον άγ γε λο.

Ο Ι ω σήφ,με τά α πό λί γο και ρό, προ βλη μα τί ζε ται έν το να δι ό τι «πριν η συ νελ θείν αυ τούς ευ ρέ θη εν γα στρί έ χου σα εκ Πνεύ μα τός Α γί ου»(Ματθ. α 18 ). Αν θρώ πι να ερ μη νεύ ον τας την α δι και ο λό­γη τη εγ κυ μο σύ νη της Πα να γί ας, α πο φα σί ζει να την δι ώ ξει μυ στι κά. Ε πει δή ή ταν «δί και ος», δεν ή θε λε να την δι α πομ πεύ σει πα ρα δειγ μα τι κά, ό πως προ έ βλε πε ο νό μος. «Ι ω σηφ δε ο α νήρ αυ­τής, δί και ος ων και μη θέ λων αυ τήν πα ρα δειγ μα τί σαι, ε βου λή θη λά θρα α πο λύ σαι αυ τήν»(Ματθ. α ' 19).

Τό τε πα ρου σι ά ζε ται στον Ι ω σήφ άγ γε λος Κυ ρί ου και του λέ ει: « Ι ω σηφ, υι ός Δαυ ίδ μη φο βη­θής πα ρα λα βείν Μα ριάμ την γυ ναί κά σου, το γαρ εν αυ τή γεν νη θέν εκ Πνεύ μα τός ε στιν Α γί­ου»(Ματθ. α '20). Έ τσι ο Ι ω σήφ έ κα νε ό πως τον δι έ τα ξε ο άγ γε λος και, α φού πα ρέ λα βε την Παρ θέ νο στο σπί τι του, «ουκ ε γί νω σκεν αυ τήν» (Ματθ. α ' 25), δεν την γνώ ρι σε σαρ κι κά πο τέ ως σύ ζυ γο, ού τε και ό ταν γέν νη σε τον πρω τό το κο και μο να δι κό γιο της, τον Ι η σού.



Το τα ξί δι στη Βη θλε έμ και η γέν νη σις του Κυ ρί ου

Με το δι ά ταγ μα του αυ το κρά το ρα Καί σα ρα Αυ γού στου να α πο γρα φεί ό λος ο πλη θυ σμός που ή­ταν κά τω α πό την Ρω μα ϊ κή κυ ρι αρ χί α, ο Ι ω σήφ και η εγ κυ μο νού σα Μα ριάμ έ πρε πε να α πο­γρα φούν στον τό πο της κα τα γω γής τους, στη Βη θλε έμ της Ι ου δαί ας. «Ε ξηλ θε δόγ μα πα ρά Καί σα ρος Αυ γού στου α πο γρά φε σθαι πά σαν την οι κου μέ νην»(Λουκ. β'1). Έ τσι ύ στε ρα α πό έ να κου ρα στι κό τα ξί δι, φθά νουν στη Βη θλε έμ. «'; Α νε βη δε και ο Ι ω σήφ α πό της Γα λι λαί ας, εκ πό­λε ως Να ζα ρέτ εις την Ι ου δαί αν εις πό λιν Δαυ ίδ ή τις κα λεί ται Βη θλε έμ, δια το εί ναι αυ τόν εξ οί­κου και πα τριάς Δαυ ίδ» (Λουκ. β'4).

Λό γω της πλη θώ ρας των α πο γρα φο μέ νων, δε βρί σκουν που θε νά κα τά λυ μα. «Ουκ ην αυ τοίς τό πος εν τω κα τα λύ μα τι»(Λουκ. β'6).

Μό νο σ' έ να σταύ λο βρή καν λί γο χώ ρο για την πα ρα μο νή τους.

Ε κεί θέ λη σε να γεν νη θεί ο φι λάν θρω πος και τα πει νός Κύ ριος, ο Λυ τρω τής του κό σμου, ό που και τον σπαρ γά νω σε η Θε ο τό κος σε μια φάτ νη των ζώ ων για να ζε στα θεί. «Ε κει ε πλή σθη σαν αι η μέ ραι του τε κείν αυ τήν, και έ τε κε τον υι όν αυ τής τον πρω τό το κον, και ε σπαρ γά νω σεν αυ­τόν και α νέ κλι νεν αυ τόν εν τη φάτ νη»(Λουκ. β'6-7). Ε κεί τον προ σκύ νη σαν και οι ποι μέ νες.



Η πε ρι το μή του Κυ ρί ου

Σε ο κτώ μέ ρες α πό τη γέν νη ση, η Παρ θέ νος και ο Ι ω σήφ έ κα ναν, σύμ φω να με το νό μο, την πε ρι το μή του παι διού και του έ δω σαν το ό νο μα « Ι η σους». «Και ό τε ε πλή σθη σαν η μέ ραι ο κτώ του πε ρι τε μείν το παι δί ον, και ε κλή θη το ό νο μα αυ τού Ι η σούς, το κλη θέν υ πό του αγ γέ λου προ του συλ λη φθή ναι αυ τόν εν τη κοι λί α» (Λουκ. Β'21).

Η Εκ κλη σί α μας ε ορ τά ζει το γε γο νός αυ τό στις 1 Ι α νου α ρί ου.



Ο σα ραν τι σμός της Θε ο τό κου με τον Ι η σού

Σα ράν τα μέ ρες με τά τη γέν νη σή Του, ο Ι η σούς σύμ φω να με τον Ι ου δα ϊ κό νό μο ο δη γεί ται για πρώ τη φο ρά στα Ι ε ρο σό λυ μα, στο να ό του Θε ού, για να σα ραν τί σει. Η Παρ θέ νος ε δώ συ ναν­τά τον πρε σβύ τη Συ με ών, που πα ρα κα λού σε το Θε ό να μην πε θά νει πριν δει το Μεσ σί α: «Νυν, α πο λύ εις τον δού λόν σου, Δέ σπο τα, κα τά το ρή μα σου εν ει ρή νη, ό τι εί δον οι ο φθαλ μοί μου το σω τή ριόν σου, ο η τοί μα σας κα τά πρό σω πον πάν των των λα ών, φως εις α πο κά λυ ψιν ε θνών και δό ξαν λα ού σου Ισ ρα ήλ». Τώ ρα, Κύ ρι ε, ας πε θά νω, για τί εί δα με τα μά τια μου τον Σω τή ρα μας, α νέ κρα ξε.

Με τά κοι τά ζει τη Θε ο τό κο και της λέ γει: «Ού τος κεί ται εις πτώ σιν και α νά στα σιν πολ λών εν τω Ισ ρα ήλ και εις ση μεί ον αν τι λε γό με νον»(Λουκ. β'; 34). (Αυ τός θα γί νει αι τί α να πέ σουν και να ση κω θούν πολ λοί στο Ισ ρα ήλ και θα προ κα λέ σει δι χο γνω μί α). Και συ νε χί ζει για την Πα να γί α: «Και σου δε αυ τής την ψυ χήν δι ε λεύ σε ται ρομ φαί α»(Λουκ. β'; 35). (και σέ να την ψυ χή σου θα την δι α πε ρά σει πό νος ο ξύς, σα σπα θιά), υ πο νο ών τας τη σταύ ρω ση του Γιου της. Η Εκ κλη σί α μας ε ορ τά ζει το γε γο νός με την ε ορ τή της Υ πα παν τής, στις 2 Φε βρου α ρί ου: «η Υ πα παν τή του Κυ ρί ου η μών Ι η σού Χρι στού, εν η ε δέ ξα το Αυ τόν εις τας αγ κά λας αυ τού ο Δί και ος Συ με ών»



Η προ σκύ νη ση των Μά γων

Με τά τη γέν νη ση του Ι η σού και τον σα ραν τι σμό, η Θε ο τό κος με τον Ι ω σήφ πα ρέ μει ναν στη Βη θλε έμ. Στο δι ά στη μα αυ τό, «μά γοι α πό α να το λών πα ρε γέ νον το εις Ι ε ρο σό λυ μα»(Ματθ. β'1).

Με τά την προ σκύ νη ση του Κυ ρί ου, οι Μά γοι ε πι στρέ φουν στην πα τρί δα τους, για τί άγ γε λος Κυ ρί ου τους ει δο ποί η σε να φύ γουν α πό άλ λο δρό μο και να μη πά νε στον Η ρώ δη, που ή θε λε να σκο τώ σει τον Ι η σού. «Και χρη μα τι σθέν τες κα τ'; ό ναρ μη α να κάμ ψαι προς Η ρώ δην, δι' άλ λης ο­δού α νε χώ ρη σαν εις την χώ ραν αυ τών»(Ματθ. β' 12).



Η φυ γή στην Αί γυ πτο

Πριν ο Η ρώ δης δι α τά ξει τη σφα γή των νη πί ων «α πό δι ε τούς και κα τω τέ ρω, κα τά τον χρό νον, ον η κρί βω σε πα ρά των μά γων»(Ματθ. β' 16), άγ γε λος Κυ ρί ου πα ρου σι ά ζε ται «κα τ' ό ναρ» στον Ι ω σήφ και του λέ γει: «Να πά ρεις το παι δί και τη μη τέ ρα Του και να φύ γεις στην Αί γυ πτο. Να μεί νεις ε κεί, έ ως ό του θα σε ε νη με ρώ σω. Ο Η ρώ δης θέ λει να σκο τώ σει το παι δί». «Πα ρά λα βε το παι δί ον και την μη τέ ρα αύ τού και φεύ γε εις Αί γυ πτον, και ί σθι ε κεί, έ ως αν εί πω σοι. Μέλ λει γαρ Η ρώ δης ζη τείν το παι δί ον του α πο λέ σαι αυ τό»(Ματθ. β' 13).

Πράγ μα τι, ο Ι ω σήφ ξύ πνη σε α μέ σως τη Θε ο τό κο και έ φυ γαν μέ σα στο σκο τά δι σαν πρό σφυ­γες. Έ φτα σαν στην Αί γυ πτο και έ μει ναν ε κεί μέ χρι το θά να το του Η ρώ δη: «Ο δε ε γερ θείς πα­ρέ λα βε το παι δί ον και την μη τέ ρα αυ τού νυ κτός και α νε χώ ρη σεν εις Αί γυ πτον, και ην ε κεί έ ως της τε λευ τής Η ρώ δου»(Ματθ. β' 14-15).

Σή με ρα στο πα λαι ό Κά ι ρο, κον τά στο μο να στή ρι του Α γί ου Γε ωρ γί ου, βρί σκε ται το σπή λαι ο με το πη γά δι, ό που έ μει νε η α γί α οι κο γέ νεια κα τά τη διά ρκεια της δι α μο νής της στην Αί γυ πτο.

Με τά το θά να το του Η ρώ δη και ύ στε ρα α πό ει δο ποί η ση του αγ γέ λου η α γί α οι κο γέ νεια ε πέ­στρε ψε «εις γην Ισ ρα ήλ», ό που εγ κα τα στά θη κε και πά λι στη Να ζα ρέτ: «Και ελ θών κα τώ κη σεν εις πό λιν λε γο μέ νην Να ζα ρέτ, ό πως πλη ρω θή το ρη θέν δια των προ φη τών, ό τι Να ζω ραί ος κλη θή σε ται»(Ματθ. β' 23). Ε δώ ο γέ ρον τας Ι ω σήφ ερ γα ζό ταν ως ξυ λουρ γός και α πό μι κρός ο Ι η σούς τον βο η θού σε, ε νώ πα ράλ λη λα «ηύ ξα νε και ε κρα ται ού το πνεύ μα τι»(Λουκ. β' 40).

Ο Ι η σούς δω δε κά χρο νος στα Ι ε ρο σό λυ μα

Η Παρ θέ νος και ο Ι ω σήφ, ως κα λοί Ι ου δαί οι, α νέ βαι ναν μια φο ρά το χρό νο στα Ι ε ρο σό λυ μα, για να προ σκυ νή σουν στο να ό. Ό ταν ο Ι η σούς έ γι νε δώ δε κα χρό νων, τον πή ραν μα ζί τους, σύμ φω να με τα Ι ου δα ϊ κά έ θι μα: «Και ε πο ρεύ ον το οι γο νείς αυ τού κα τ'; έ τος εις Ι ε ρου σα λήμ τη ε ορ τή του Πά σχα και ό τε ε γέ νε το ε τών δώ δε κα α να βάν των αυ τών εις Ι ε ρο σό λυ μα κα τά το έ­θος της ε ορ τής.. . »(Λουκ. β' 41-42). Ε κεί στο Να ό πα ρέ μει νε ο μι κρός Ι η σούς, δι α φεύ γον τας α­πό την προ σο χή των γο νέ ων του, ό που συ νέ βη το θαυ μα στό γε γο νός της δι δα σκα λί ας του δω δε κά χρο νου Ι η σού προς τους δι δα σκά λους και ο δι ά λο γός Του με την Πα να γί α μη τέ ρα Του: «Παι δί μου, για τί μας έ κα νες έ τσι; Να που ο πα τέ ρας σου κι ε γώ με πό νο σε α να ζη τού σα με. Και εί πε προς αυ τούς: Για τί με α να ζη τού σα τε; Δε γνω ρί ζα τε ό τι στο σπί τι του Πα τέ ρα μου πρέ πει να εί μαι;» (Λουκ. β 48-49). Και η Θε ο τό κος, συ νε χί ζει το κεί με νο του ευ αγ γε λι στή Λου κά, «δι­ε τή ρει πάν τα τα ρή μα τα ταύ τα εν τη καρ δί α αυ τής» Και ο Ι η σούς «κα τέ βη με τ' αυ τών και ήλ­θεν εις Να ζα ρέτ, και ην υ πο τασ σό με νος αυ τοίς»(Λουκ. β' 51).



Στον γά μο της Κα νά

Η Θε ο τό κος α κο λού θη σε τον Ι η σού σ' ό λες τις ευ αγ γε λι κές Του ο δοι πο ρί ες κα τά τη διά ρκεια της δη μό σιας ζω ής Του,με τά τη βά πτι σή Του. Εί ναι ό μως πάν το τε η σι ω πη λή πα ρου σί α που κι­νεί ται με υ πα κο ή και πλή ρη εμ πι στο σύ νη στον Θε άν θρω πο Κύ ριο και Υι ό της.

Τε λευ ταί οι λό γοι της Πα να γί ας πα ρου σι ά ζον ται στα Ευ αγ γέ λια στον γά μο της Κα νά: «γά μος ε­γέ νε το εν Κα νά της Γα λι λαί ας και ην η μή τηρ του Ι η σού ε κεί. »(Ί ω. β 1). Και ε πει δή έ λει ψε το κρα σί «λέ γει η μή τηρ του Ι η σού προς αυ τόν· οί νον ουκ έ χου σι. Λέ γει αυ τή ο Ι η σούς· τι ε μοί και συ γύ ναι; Ού πω η κει η ώ ρα μου. Λέ γει η μή τηρ αυ τού τοις δι α κό νοις· ο,τι αν λέ γη υ μίν, ποι ή σα τε» (Ί ω. β 3-5). Η Πα να γί α μας κα τά λα βε ό τι τα λό για αυ τά του Χρι στού δεν ή ταν άρ­νη ση, γι' αυ τό συμ βού λε ψε τους υ πη ρέ τες «να κά νε τε ο,τι σας πει». Και με τά α πό λί γο συ νέ βη η θαυ μα στή με τα τρο πή του νε ρού σε κρα σί, το πρώ το θαύ μα της δη μό σιας ζω ής του Κυ ρί ου μας. Αυ τή η τε λευ ταί α φρά ση της Πα να γί ας μας θε ω ρεί ται ' η Δι α θή κη της Θε ο τό κου ', η πα ρα­κα τα θή κη της για ό λους τους χρι στια νούς ό λων των αι ώ νων.

«Με τά τού το κα τέ βη εις Κα περ να ούμ αυ τός και η μή τηρ αυ τού και οι α δελ φοί αυ τού και οι μα­θη ταί αυ τού, και ε κεί έ μει ναν ου πολ λάς η μέ ρας » (Ί ω. β 12). Α πό τό τε η Θε ο τό κος στα Ευ αγ­γέ λια εί ναι η σι ω πη λή πα ρου σί α που α κο λου θεί, συμ πο ρεύ ε ται και συμ πά σχει με τον Χρι στό.





Σταυ ρός και Α νά στα ση

Ευ ρι σκό με νη κά τω α π' τον Σταυ ρό, πά νω στο Γολ γο θά, αι σθά νε ται σαν να τη δι α περ νά ρομ­φαί α, κα τά την προ φη τεί α του α γί ου Συ με ών του Θε ο­δό χου.

Ου σι α στι κά δεν συμ πα ρί στα ται μό νο στο δρά μα πά νω στο Γολ γο θά, αλ λά συμ με τέ χει στον πό νο του Γιου της και Θε ού της. Δι πλός ο πό νος και η πί κρα. «Ει στή κει σαν δε πα ρά τω Σταυ ρώ του Ι η σού η μή τηρ αυ τού και η α­δελ φή της μη τρός αυ τού, Μα ρί α η του Κλω πά και Μα ρί α η Μα γδα λη νή»(Ι ω. ι θ' 25).

Σι ω πη λή α κού ει να της λέ ει ο Γιος της: «Γύ ναι, ί δε ο υι­ός σου» και να της δεί χνει τον α γα πη μέ νο του μα θη τή Ι ω άν νη. Και να λέ ει στο μα θη τή του: « Ι δου η μή τηρ σου». Και α πό την ώ ρα ε κεί νη, «έ λα βεν ο μα θη τής αυ­τήν εις τα ί δια» ( Ι ω. ι θ'; 26-27). Δη λα δή πή ρε την Πα­να γί α στο σπί τι του, για να την προ στα τέ ψει σαν μη τέ ρα του.

Την ε πο μέ νη του Σαβ βά του προς την Κυ ρια κή η Πα να γί α μα ζί με τις άλ λες μυ ρο φό ρες γυ ναί­κες πή γαν στον τά φο του Ι η σού να Τον α λεί ψουν με α ρώ μα τα.

Μό λις έ φτα σαν στον τά φο, εί δαν τον άγ γε λο Κυ ρί ου και το κε νό μνή μα και πρώ τη ά κου σε το χαρ μό συ νο γε γο νός της Α νά στα σης: «Και ει σελ θού σαι εις το μνη μεί ον εί δον νε α νί σκον κα θή­με νον εν τοις δε ξιοίς, πε ρι βε βλη μέ νον στο λήν λευ κήν, και ε ξε θαμ βή θη σαν. Ο δε λέ γει αυ ταίς, μη εκ θαμ βεί σθε. Ι η σούν ζη τεί τε τον Να ζα ρη νόν, τον ε σταυ ρω μέ νον. η γέρ θη, ουκ έ στιν ώ δε. ί­δε ο τό πος, ό που έ θη καν αυ τόν»(Μαρκ. ι στ' 5-6).

Ό ταν ε πέ στρε φαν α πό τον τά φο, πρώ τη τον άν τί κρυ σε και τον προ σκύ νη σε, κα θώς φα νε ρώ­θη κε ο Κύ ριος λέ γον τας τον πρώ το λό γο Του με τά την Α να στα ση: «Χαί ρε τε»!



Η Πα να γί α κον τά στους Α πο στό λους και την Πεν τη κο στή

Α πό τις πρά ξεις των Α πο στό λων γνω ρί ζου με ό τι η Πα να γί α πα ρέ μει νε κον τά τους μέ χρι την η­μέ ρα της Πεν τη κο στής: «Πάν τες ή σαν προ σκαρ τε ρούν τες ο μο θυ μα δόν τη προ σευ χή και τη δε­ή σει συν γυ ναι ξί και Μα ρί α τη μη τρί του Ι η σού»(Πραξ. α ' 14). Και κα τό πιν βέ βαι α, σύμ φω να με την α πο στο λι κή πα ρά δο ση, η Θε ο τό κος α πό το σπί τι της στη Γεθ ση μα νή, πάν το τε στή ρι ζε, συμ βού λευ ε και προ σευ χό ταν για την πρώ τη Έκ κλη σία και τους α γί ους α πο στό λους που ευ αγ­γε λί ζον ταν την οι κου μέ νη.

Η η λι κί α της Θε ο τό κου, σύμ φω να με τους Α γί ους Πα τέ ρες

Η Πα να γί α ό ταν μπή κε στο Να ό ή ταν τρι ών ε τών· έ μει νε στο ι ε ρό δώ δε κα χρό νια,δε κα πέν τε ε­τών· τρεις μή νες α φού βγή κε α πό το ι ε ρό μέ χρι τον Ευ αγ γε λι σμό και εν νέ α μή νες κυ ο φο ρί α, δε κα έ ξη ε τών γεν νά τον Χρι στό. Έ ζη σε με τον Χρι στό τριά ντα δύ ο χρό νους,ά ρα σα ραν τα ο κτώ ε τών ζει την Σταύ ρω ση, την Α νά στα ση και την Α νά λη ψή Του. Έ ζη σε με τά α π' την Πεν τη κο στή άλ λα έν τε κα χρό νια και ε κοι μή θη στη Γεθσημανή, σε ηλικία πενήντα εννέα ετών.

ΠΑΝΑΓΙΑ Ή ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ
Μοιραστείτε το άρθρο
Η θαυματουργή Πορταΐτισσα, ή εξέχουσα μεταξύ των θεομητορικών εικόνων του "Αθω, ήταν αρχικά φυλαγμένη, καθώς διασώζει ή παράδοση, στη μικρασιατική Νίκαια. Μια ευσεβής γυναίκα με τον μοναχογιό της την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους καί την τιμούσαν.
Στά χρόνια της δεύτερης εικονομαχίας Βασιλικοί κατάσκοποι ανακάλυψαν την εικόνα καί απείλησαν τη γυναίκα πώς θα τη σκοτώσουν αν δεν τους δωροδοκήσει. Εκείνη υποσχέθηκε ότι την επομένη θα τους έδινε τα χρήματα. Καί τη νύχτα, αφού προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα, τη σήκωσε με ευλάβεια, κατέβηκε στην παραλία καί την έριξε στη θάλασσα λέγοντας:
- Δέσποινα Θεοτόκε, εσύ έχεις τη δύναμη κι εμάς να διασώσεις από τη οργή του Βασιλιά, αλλά καί την εικόνα σου από τον καταποντισμό.
Τότε πραγματικά έγινε κάτι θαυμαστό. Ή θαυματουργή εικόνα στάθηκε όρθια στα κύματα καί κατευθύνθηκε προς τη δύση. Συγκινημένη ή γυναίκα από το γεγονός γυρίζει στον γιο της καί του λέει:


- Εγώ, παιδί μου, για την αγάπη της Παναγίας είμαι έτοιμη να πεθάνω. Εσύ να φύγεις. Να πάς στην Ελλάδα.
Χωρίς αργοπορία το παιδί ετοιμάστηκε καί ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη, κι από κει για τον "Αθωνα, όπου έμόνασε. Σάν μοναχός άσκήτεψε στον τόπο πού αργότερα ιδρύθηκε ή μονή των Ιβήρων. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, γιατί έτσι πληροφορήθηκαν οί άλλοι μοναχοί το ιστορικό της θαυματουργής εικόνας.
Πέρασε καιρός. Ό μοναχός από τη Νίκαια πέθανε, καί το μοναστήρι των Ιβήρων ιδρύθηκε καί ολοκληρώθηκε. Ήταν βράδυ, όταν οι μοναχοί άντίκρυσαν ένα παράξενο θέαμα: Ένα πύρινο στύλο πού ξεκινούσε από τη θάλασσα κι έφθανε στον ουρανό.
Το όραμα συνεχίστηκε ήμερες καί νύχτες. Κατεβαίνουν οι αδελφοί στην παραλία καί βλέπουν με θαυμασμό στη βάση του πύρινου στύλου μία εικόνα της Θεοτόκου. Όσο όμως την πλησίαζαν εκείνη απομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στην εκκλησία καί παρακάλεσαν με δάκρυα τον Κύριο να χαρίσει στο μοναστήρι τους τον ανεκτίμητο αυτό θησαυρό. Μεταξύ των μοναχών υπήρχε ένας ευλαβής ασκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ' αυτόν παρουσιάζεται ή Παναγία καί του λέει:
- Να πεις στον ηγούμενο καί στους αδελφούς ότι θα σας παραδώσω την εικόνα μου, για να σας προστατεύει. Θα μπεις κατόπιν στη θάλασσα, θα περπατήσεις πάνω στα κύματα, κι έτσι θα καταλάβουν όλοι την εύνοια μου για το μοναστήρι σας.
Έτσι κι έγινε. Ό π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στη θάλασσα σαν σε στερεά γη, παρέλαβε με ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα καί επέστρεψε στην παραλία. Εκεί συγκεντρωμένοι όλοι οι μοναχοί της επιφύλαξαν τιμητική υποδοχή. Ύστερα την παρέλαβαν καί την τοποθέτησαν στο Ιερό βήμα του καθολικού.
"Οταν την επομένη ό εκκλησιαστικός πήγε ν' ανάψει τα καντήλια, ή εικόνα έλειπε. Ερεύνησε παντού καί την ανακάλυψε στο τείχος, πάνω από την πύλη της μονής. Την επανέφεραν στο καθολικό, αλλά ή εικόνα έφυγε καί πάλι. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ή Παναγία παρουσιάζεται στον γέροντα Γαβριήλ καί του λέει:
- Να πεις στους αδελφούς να μη μ' ενοχλούν. Δεν ήρθα εδώ νια να φυλάγομαι από σας, αλλά να σας φυλάω. Όσοι ζείτε στο Όρος τούτο ενάρετα, να ελπίζετε στην ευσπλαχνία του Υιού μου. Γιατί, όσο υπάρχει ή εικόνα μου μέσα στη μονή σας, ή χάρη καί το έλεος Του θα σας επισκιάζουν πάντοτε.
Ύστερα άπ' αυτό οί μοναχοί έχτισαν παρεκκλήσι κοντά στην πύλη κι εκεί τοποθέτησαν την ιερή εικόνα.
Πράγματι ή Πορταΐτισσα, καθώς υποσχέθηκε, προστατεύει τη μονή καί οικονομεί κάθε της ανάγκη Ή θεραπεία της πριγκίπισσας. Το 1651 οί 365 Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι' αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρηση τους. Αμέσως ή φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε νια εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα.
Εκείνη την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη ή κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα καί για τους γιατρούς αθεράπευτα.
Τη θλίψη της πριγκίπισσας καί των Βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να μεταβάλει σε χαρά ή θαυματουργή Πορταίτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος καί υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει της λέει:
- Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από τη μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταϊτισσα.
Το πρωί ή άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως ή εικόνα δεν επιστραφεί, καί αποφάσισαν να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων ιερομόναχων.
Μόλις μαθεύτηκε ό ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, ή πόλη άδειασε. Όλοι, βασιλείς καί λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ' ανάκτορα όμως ή πριγκίπισσα κειτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τη μητέρα της καί τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.
- Τί; φώναξε. Έρχεται ή Παναγία, κι έμενα με άφησαν εδώ;
Πηδά αμέσως από το κρεβάτι, ντύνεται καί τρέχει να υποδεχθεί κι εκείνη την Παναγία. Ό κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα να τρέχει καί τα έχασε. Ή συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε ή αγία είκόνα κι έγινε ή τελετή της υποδοχής καί της προσκυνήσεως.
- Μεγαλειότατε, είπαν οί απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή είκόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.
- Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ό τσάρος. Σέ ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου σας παραχωρώ μία από τίς καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον άγιο Νικόλαο. Επίσης ετήσιο επίδομα από 2.500 ρούβλια, ατέλεια σε ό,τι εισάγετε καί εξάγετε από τη χώρα μου, καθώς καί δωρεάν μετακίνηση των απεσταλμένων σας.
Το μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932 καί της εξασφάλιζε τόσες προσόδους, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τίς υλικές της ανάγκες.