Τί εἶναι τό βάπτισμα;
Τό βάπτισμα εἶναι τό ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας κατά τό ὁποῖο ὁ πιστεύων στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ἄνθρωπος βαπτιζόμενος μέ τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση σέ ἁγιασμένο ὕδωρ καί στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἀπό τή μιά μεριά ἐλευθερώνεται ἀπό τό σῶμα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς τῆς ὀφειλόμενης σ’ αὐτή, ἀπό τήν ἄλλη δέ ἀναγεννᾶται πνευματικά σέ μία νέα ἔνθεη ὕπαρξη καί ζωή, γίνεται υἱός τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Κατά τό βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει τόν παλαιό᾿Αδάμ καί ντύνεται τό Χριστό, ἀποκτώντας καθαρή καί ἄσπιλη τή θεία εἰκόνα μέ τήν ὁποία πλάστηκε ἀπό τό Θεό καί τήν ὁποία ἀχρείωσε ἡ ἁμαρτία .
Παρ’ ὅλα τοῦτα καί κατά τρόπο μυστηριώδη καί ἀνεξήγητο ἡ ἁμαρτητική ἐπιθυμία καί ὁρμή ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν καί στό βαπτισθέντα, χωρίς ὅμως νά καταλογίζονται σάν ἁμαρτία στή φύση πού ἐλευθερώθηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἐνῶ ἡ ἴδια ὁρμή στόν ἀβάπτιστο πού ἔχει ψυχή μολυσμένη ἀπό τήν ἀδαμική παράβαση, καταλογίζεται ὡς ἁμαρτία. ῾Η μετά τό βάπτισμα παρουσία τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς ἀποτελεῖ προφανῶς μέσο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἀποτελούσα κίνητρο ἀγώνων τοῦ ἀναγεννημένου κατά τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας καί μέσο ἠθικῆς καί πνευματικῆς ἐμπεδώσεως καί τελειώσεως. ῾Η ἀδιαφορία ὅμως ἔναντι τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς μπορεῖ νά ὁδηγήσει τό βαπτισθέντα σέ πτώσεις ἠθικές καί στήν ἀπώλεια τῆς αἰώνιας ζωῆς . Τό βάπτισμα εἶναι τό μυστήριο διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπίσημα μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά μετέχει καί τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων.
Καί μιά τελευταία λέξη. ῞Οπως τ’ ἀποτελέσματα τῆς δικαιώσεως εἶναι καί ἀρνητικά καί θετικά, δηλαδή ἀπό τή μιά μεριά κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τήν ἄλλη πνευματική ἀναγέννηση καί ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, τά ἴδια ἀποτελέσματα ἔχει καί τό ἱερό βάπτισμα, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, τό ὁποῖο εἶναι καί τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως.
῎Εχει θεία σύσταση τό βάπτισμα;
῎Εχει καί μάλιστα τέτοια πού νά μήν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀμφισβητήσει. Διότι τό βάπτισμα τό ἵδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάστασή του, ὅταν ἐμφανισθείς στούς μαθητές τούς ἔδωσε ἐντολή νά μεταφέρουν τήν πίστη σέ ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς καί νά βαπτίζουν τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ὅτι αὐτός πού θά πιστέψει καί θά βαπτιστεῖ θά σωθεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού θ’ ἀπιστήσει θά κατακριθεῖ. ῾Η γνώμη ὅτι τό βάπτισμα συνεστήθη πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση, ὅταν ὁ Σωτήρας βαπτίσθηκε στόν ᾿Ιορδάνη ἤ ὅταν ἔστειλε τούς μαθητές του νά βαπτίζουν ἤ, τέλος, κατά τό νυχτερινό ἰδιωτικό διάλογο πού εἶχε μέ τό Νικόδημο, εἶναι ἀστήρικτη καί ἀβάσιμη. ῞Ενεκα τῆς ἀναντίλεκτης σύστασής του ἀπό τόν Κύριο τό βάπτισμα ὀνομάζεται μυστήριο «κυριακόν».
Τό βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία;
Ναί, εἶναι. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος πού κουβαλάει μέσα του τή νέκρωση τῆς φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου δέν μπορεῖ νά δεῖ τό Θεό καί νά ζήσει στήν αἰώνια θεία βασιλεία. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι σέ ἔκτακτες περιπτώσεις ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά χορηγήσει τή σωτηρία, παρακάμπτοντας τόν κανονικό ἀγωγό τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος. Αὐτό βέβαια ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε καί πολύ λιγότερο δέν μποροῦμε ν’ ἀμφισβητήσουμε. Τήν ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος ὡς μέσου σωτηρίας βλέπουμε στά λόγια τοῦ Σωτῆρος στή συνομιλία πού εἶχε μέ τό Νικόδημο· «᾿Αμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»213.
Στό αὐτό πνεῦμα κινοῦνται καί οἱ λόγοι ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ὁ ὁποῖος διαστέλλοντας τό δικό του βάπτισμα στόν ᾿Ιορδάνη «ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν» ἀπό τό λυτρωτικό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, τόνισε ὅτι «αὐτός -δηλ. ὁ Κύριος- ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί πυρί»214. Τήν ἴδια ἔννοια ἔχουν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ βαπτίσματος ὡς «λουτροῦ παλιγγενεσίας καί ἀνακαινίσεως Πνεύματος ῾Αγίου»215, ὡς λουτροῦ δηλ. μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γίνεται πάλι ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση του καί ἀνακαινίζεται ἀπό τήν παλαιότητα τῆς ἁμαρτίας στήν ὁποία ὑποδουλώθηκε διά τῆς παρακοῆς τοῦ᾿Αδάμ· ὡς φωτισμοῦἤ φωτίσματος216, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ βαπτιζόμενος γεμίζει ἀπό τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πού νά μπορεῖ νά ζεῖὡς «τέκνον φωτός»217. Στό πνεῦμα αὐτό οἱ κατηχούμενοι καλοῦνταν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οἱ νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» καί τό βάπτισμα «ἔνδυμα φωτεινόν».
Ποιά ἔννοια ἔχει ὁ νηπιοβαπτισμός;
Τά νήπια βαπτίζονται γιά νά καθαρθοῦν ἀπό τό μολυσμό τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί νά εἶναι εὔθετα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ἡ παρουσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στά νήπια, ἔστω κι ἄν αὐτά δέν ἔχουν προσωπικές ἁμαρτίες, τά ἐμποδίζει νά γίνουν μέτοχα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά ν’ ἀποφευχθεῖ δέ τό θλιβερό ἐνδεχόμενο νά πεθάνουν ἀβάπτιστα, εἰσήχθη πολύ νωρίς στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὁ νηπιοβαπτισμός, πού στήν ἐποχή τῶν αἱρέσεων ἦταν ἰσχυρό ὅπλο κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ, πού δίδασκε ὅτι διά τῆς παραβάσεως τοῦ προπάτορα ἡ φύση δέν ἔπαθε καμιά οὐσιαστική ζημία ἀπό τήν ἁμαρτία. Στήν ἁγ. Γραφή δέν ὑπάρχει βέβαια ἄμεση μαρτυρία περί τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ· ὑπάρχουν ὅμως ἔμμεσες μαρτυρίες καί ἐνδείξεις σέ ὅσα λέγονται περί βαπτίσματος ὁλόκληρων οἴκων, στούς ὁποίους εἶναι λογικό νά ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπῆρχαν καί μικρά παιδιά.
῾Υπάρχει βέβαια ἡ αἰτίαση κατά τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ὅτι στά νήπια ἐλλείπει ἡ πίστη πού εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος λήψεως τοῦ βαπτίσματος, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος· «῾Ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται». Αὐτό εἶναι ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχει δέ καμία ἀμφιβολία ὅτι τό τέλειο βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται μέ πίστη στό Σωτήρα καί μέ συναίσθηση τῆς σημασίας τῆς μυστηριακῆς τελετῆς, δηλαδή τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων. ᾿Εντούτοις ἡ ἔλλειψη τῆς πίστεως δέν παρακωλύει τή λυτρωτική ἐνέργεια τῆς χάριτος στά τρυφερά νήπια, στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει καί τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς ἁμαρτίας πού ἀποτελεῖ τό κύριο ἐμπόδιο ἐπενέργειας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
῾Υπάρχουν καί ἄλλα Βαπτίσματα ἐκτός ἀπό τό ἐν ὕδατι;
Ναί, εἶναι τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀναπληρώσει τό κανονικό ἐν ὕδατι βάπτισμα. Στήν ᾿Εκκλησία μας ὑπάρχει ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ ἀληθεῖς μάρτυρες τῆς πίστεως, ὅσοι δηλαδή ἑκουσίως καί ἀπό ἀγάπη ὑφίστανται τό θάνατο ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς τους πίστεως, εἶναι δυνατό, εἴτε βαπτισμένοι εἴτε ὄχι, νά δικαιωθοῦν καί νά κερδίσουν τήν αἰώνια ζωή. Μαρτυρίες ἀπό τή Γραφή προσάγονται συνήθως οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου· «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καί· «῞Ος γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν». Κατά τόν Κυπριανό τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου εἶναι τό μέγιστο καί ἐνδοξότατο τῶν βαπτισμάτων. Τήν πεποίθηση τῆς ᾿Εκκλησίας στό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου τρανότατα βεβαιώνει ἡ ἑορτή τῶν νηπίων τῶν σφαγιασθέντων ἀπό τήν ῾Ηρώδη (29 Δεκεμβρίου).
Τί εἶναι τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας;
Τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας (εἶναι δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, ἄγνωστο στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Κατά τήν ἐν Τριδέντῳ σύνοδο τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν ἀπαλείφεται ἄνευ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως ἤ τοῦ πόθου γι’ αὐτό. Κατά τή θεωρία αὐτή, ὅσοι ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά βαπτισθοῦν, διά πολλούς ὅμως λόγους δέν μποροῦν νά πραγματοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τους αὐτή, μπορεῖ νά τύχουν τῆς δικαιώσεως δυνάμει τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀγάπης, τίς ὁποῖες προϋποθέτει ὁ πόθος πρός τό Χριστό καί τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Από τή Γραφή προσάγονται ὡς μαρτυρίες τά χωρία· Λουκ. 7,47· «Οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ»· καί᾿Ιωάν. 14,21· «῾Ο δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῶ ἐμαυτόν». ῞Οτι ὅμως τά χωρία αὐτά, ὁμιλοῦντα γενικῶς περί ἀγάπης δέν μποροῦν νά στηρίξουν τό δόγμα περί τοῦ βαπτίσματος τῆς ἐπιθυμίας εἶναι φανερό, τόσο περισσότερο ὅσο σιγοῦν σχετικῶς οἱ πηγές τῆς ᾿Αποκαλύψεως. ῾Ο ἱερός μάλιστα Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἐκφράζεται κατ’ αὐτοῦ.
Ποιά εἶναι ἡ τύχη τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα;
Τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι πολύ δύσκολο καί δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό ἀπό τήν ὀπτική γωνία τῆς γῆς. Μόνο στήν ἄλλη ζωή θά τό ἐννοήσουμε, ὅπως γενικότερα θά ἐννοήσουμε καί τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπου ἀμέσως μετά τό θάνατο. Τό ζήτημα τῆς τύχης τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἀνάγεται τελικά, στήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος οἰκονομεῖ τή ζωή καί τό θάνατο ὅλων τῶν λογικῶν πλασμάτων του.
Τό ἐρώτημα πού θέσαμε εἶναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται ἀπό δύο βασικές προτάσεις ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους· πρῶτον, τά νήπια πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἐπειδή φέρουν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μποροῦν νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί δεύτερον, τά αὐτά νήπια ἐπειδή δέν ἔχουν προσωπικές ἁμαρτίες δέν μποροῦν νά ἐξακοντισθοῦν στήν αἰώνια κόλαση. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφει· «Τούς δέ (τά νήπια πού πέθαναν ἀβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ ὡς ἀσφραγίστους μέν ἀπονήρους δέ, ἀλλά παθόντας μᾶλλον ἤ δράσαντας». Νά ὑποθέσουμε ὅτι τά ἀβάπτιστα νήπια βρίσκονται ἐνδιάμεσα μεταξύ παραδείσου καί κολάσεως (ὑπάρχει μιά τέτοια ἐνδιάμεση κατάσταση;) ἤ ὅτι ὑφίστανται ἐλαφρότατες βασάνους;
᾿Εν πάσῃ ὅμως περιπτώσει θεωρίες πού διατυπώνονται ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους πρός ἐξοικονόμηση τῆς δυσχέρειας, ὅτι οἱ προσευχές τῶν γονέων μποροῦν νά σώσουν τά ἀβάπτιστα νήπια ἤ ὅτι αὐτά, ἀποκτῶντα συνείδηση, μποροῦν νά σωθοῦν διά τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρός τό βάπτισμα, εἶναι θεωρίες ἀλλόκοτες καί ἀστήρικτες πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τήν περί βαπτίσματος διδασκαλία τῆς πίστεως.
Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Τά περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος διδάγματα τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἀνάλογα πρός τίς περί προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες ἀντιλήψεις τους. ᾿Ενῶ γιά μᾶς τό βάπτισμα καταργεῖ τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή τοῦ βαπτιζομένου ἀναγεννώντας καί ἀναπλάσσοντας αὐτόν (τό ἴδιο παρατηρεῖται καί στή δικαίωση), κατά τούς Προτεστάντες, τό μυστήριο δέν ἐξαλείφει τήν οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλ’ ἁπλῶς αἴρει τήν ἐνοχή τήν ὀφειλόμενη τόσο σ’ αὐτόὅσο καί στίς προσωπικές ἁμαρτίες τῶν βαπτιζομένων, χωρίς ὡστόσο νά καθιστᾶ ἅγιο καί δίκαιο τόν ἄνθρωπο, ἐνισχύοντας ἁπλῶς τήν πίστη του κι ἐξασθενώντας τήν ὑφιστάμενη ἁμαρτία. ῾Η ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο συγχωρεῖται ὄχι γιά νά μήν ὑπάρχει, ἀλλά γιά νά μήν καταλογίζεται.
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῎Οχι μόνο διαστρεβλώνουν τήν ἀληθινή n ἔννοια τῆς δικαιώσεως (ἄρση τῆς ἁμαρτίας καίἀναγέννηση), ἀλλ’ ἔρχονται σέἀντίθεση πρός τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς κατά τήν ὁποία τό βάπτισμα εἶναι «λουτρόν παλιγγενεσίας». ῾Ο ὅρος αὐτός ἐκφράζει θαυμάσια τήν οὐσία τοῦ βαπτίσματος. Τό βάπτισμα κάνει τόν ἄνθρωπο νέα γένεση, τοῦ χαρίζει καινούργια πνευματική ὕπαρξη, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, τό δηλητήριο τῆς φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Τό βάπτισμα κατά τούς Διαμαρτυρομένους δέν ἐπαναλαμβάνεται. Σ’ αὐτό συμφωνοῦν μέ τούς ᾿Ορθοδόξους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς. ῞Ομως ἡ μήἐπανάληψη αὐτή δέν ὀφείλεται στή μοναδικότητα τῆς πνευματικῆς γεννήσεως πού μόνο μιά φορά γίνεται (ὅπως καίἡ φυσική γέννηση) οὔτε στόὅτι τό μυστήριο φέρει χαρακτήρα ἀνεξάλειπτο (Δυτικοί), ἀλλά στήν εἰδική συνθήκη πού δημιουργεῖται στό βάπτισμα μεταξύ Θεοῦ καίἀνθρώπου, ἡὁποία ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετακίνητη καί ἀνεπανάλειπτη.
῞Οσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων δέχονται τό μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος ἀποδέχονται καί τόν νηπιοβαπτισμό (Λουθηρανοί). Αὐτόὅμως δέν γίνεται χωρίς ἀντίφαση πρός τή θεμελιώδη προτεσταντική ἀρχή περί πίστεως, ὡς τῆς μόνης δυνάμεως πού προσδιορίζει τήν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Πῶς μπορεῖ νά ἐνεργήσει τό βάπτισμα στά νήπια, τάὁποῖα στεροῦνται λόγου καί πίστεως; Πρός ἐξοικονόμηση τοῦ πράγματος διατυπώθηκαν ἀλλόκοτες θεωρίες· ὅτι τά νήπια πού εἶναι εὐάρεστα στό Θεό καί προστατεύονται ἀπό τούς ἀγγέλους, πιστεύουν κι αὐτά χωρίς νά κατανοοῦν τό Θεό, ὅπως ὁ Δαβίδ στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἐξεδήλωνε τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό καίὁ Βαπτιστής ᾿Ιωάννης σκιρτοῦσε ὁμοίως στήν κοιλιά τῆς ᾿Ελισάβετ, ὅταν αὐτή ἄκουε τό χαιρετισμό τῆς Παρθένου Μαρίας. ῎Αλλωστε ἡ πίστη δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος καμιά φορά τήν ἐμποδίζει, ἀλλ’ εἶναι προϊόν τοῦ παναγίου Πνεύματος.
Τέλος ὅσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, ᾿Αρμινιανοί, Μεννωνίτες, ᾿Αναβαπτιστές) ἀπορρίπτουν τόν μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος, φρονοῦντες ὅτι εἶναι ἁπλή τελετή ἱδρυθείσα ὄχι ἀπό τόν Κύριο ἀλλάἀπό τούς ᾿Αποστόλους γιά τούς ἐξ ᾿Ιουδαίων καί ἐθνικῶν ἐπιστρέφοντας τῶν ὁποίων ἐδήλωνε δημόσια τήν εἴσοδο στήν ᾿Εκκλησία, ἤ εἶναι ἁπλή εἰκόνα τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καί φραγίδα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν στούς πιστεύοντες καί μετανοοῦντες, συναπορρίπτουν ὅλοι τόν νηπιοβαπτισμό, τοῦὁποίου δέν κατανοοῦν τή φύση καί τούς σκοπούς.
Εἶναι σωστό τό δι’ ἐπιχύσεως βάπτισμα τῶν Παπικῶν;
῎Οχι, δέν εἶναι. Διότι, κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη, τό βάπτισμα γιά νά εἶναι ἔγκυρο καί κανονικό, πρέπει νά γίνεται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος καί διά τριπλῆς καταδύσεως σέὕδωρ «εἰλικρινές», δηλαδή ἀμιγές καί καθαρό. ῎Αν λείπει ἕνας ἀπό τούς ὅρους αὐτούς τό μυστήριο εἶναι ἄκυρο. ῾Ως πρός τόν δεύτερο ὅμως ὅρο, δηλαδή τήν τριπλή κατάδυση, δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία μεταξύ τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν.
Τό ρῆμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. ᾿Από ἀρχαιοτάτων δέ χρόνων στήν ᾿Εκκλησία τό βάπτισμα ἐτελεῖτο διά τριπλῆς καταδύσεως σέὕδωρ. Τήν πράξη αὐτή τῆς ᾿Εκκλησίας μαρτυροῦν τά σωζόμενα βαπτιστήρια, εἰδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως τοῦ ναοῦ, στά ὁποῖα βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι. ῾Ομοίως μαρτυρεῖ ἡ πράξη τῶν ἀποσχισθεισῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ᾿Αρμενίων, Κοπτῶν καί᾿Αβυσσηνίων, πού τελοῦν τό βάπτισμα διά καταδύσεως. Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας στάἔργα τους δέν μνημονεύουν ἄλλον τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε τό ἔκτακτο καί κατ’ οἰκονομία βάπτισμα τῶν κλινικῶν, δηλαδή τῶν ἀσθενῶν πού, καθηλωμένοι στό κρεβάτι, δέν μποροῦσαν νά μετακινηθοῦν, τόὁποῖο γινόταν δι’ ἐπιχύσεως καί ραντισμοῦ.
Στό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα στηριζόμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί προφασιζόμενοι λόγους ἀστηρίκτους, τήν τρυφερή ἡλικία τῶν νηπίων, τάὁποῖα ἄν εἶναι ἀσθενικά κινδυνεύουν κατά τήν κατάδυση, τό γῆρας τῶν λειτουργῶν μέ τίς ἀρνητικές ἐπιπτώσεις του, τόἄτοπο τῆς γυμνώσεως προσώπων τοῦἑτέρου φύλου καί γενικά τίς δυσκολίες ἀπό τό ψυχρό κλίμα τῶν βορείων χωρῶν, ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα τόἐκτάκτως γινόμενο βάπτισμα δι’ ἐπιχύσεως εἰσήγαγαν ὡς κανονικό τῆς ᾿Εκκλησίας θεσμό. ῞Οτι ὅμως πρόκειται περίἐπιζήμιας καινοτομίας στή σειρά πολλῶν ἄλλων καινοτομιῶν τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς, μετά τάὅσα εἴπαμε δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ.
Μπορεῖ ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;
Ναί μπορεῖ, σέ ἔκτακτες ὅμως περιπτώσεις. Τό βάπτισμα αὐτό εἶναι ὁμοίως βάπτισμα ἀνάγκης. Γίνεται δέ συνήθως ἐνόψη ἐπικείμενου θανάτου. ῞Οταν, λόγου χάρη, ἕνα ἀβάπτιστο παιδίἀσθενήσει ξαφνικά καί κινδυνεύει νά πεθάνει, τότε μπορεῖ νά τό βαπτίσει καί λαϊκός, ἄνδρας ἤ γυναίκα, κατά κανόνα ὅμως ὀρθόδοξος. Τό βάπτισμα μπορεῖ νά τό κάνει σέ νερόἁπλό καί φυσικό, κάνοντας τίς τρεῖς καταδύσεις καί λέγοντας τά καθιερωμένα λόγια· «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος (ἤἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ τάδε... εἰς τόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀμήν». ᾿Ελλείψει ὕδατος τό βάπτισμα μπορεῖ νά γίνει καί στόν ἀέρα (ἀεροβάπτισμα). Καί στίς δύο περιπτώσεις (κυρίως ὅμως στήν πρώτη) τό βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο καί δέν μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ, ὅταν παρέλθει ὁ κίνδυνος θανάτου.
Τό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα τελεῖ καί ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, διευρύνουσα ὅμως τόν κύκλο τῶν προσώπων πού μποροῦν νά τό ἐπιτελέσουν. Σέ ἀντίθεση μέ τή δική μας ᾿Εκκλησία πούἐπιτρέπει τήν τέλεσή του μόνο σέὀρθόδοξους λαϊκούς, ἡ Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία τό ἐπιτρέπει καί σέ μή χριστιανούς, σέ᾿Ιουδαίους καί σέἐθνικούς. ῞Οτι ὅμως μιά τέτοια θεωρία, διαταράσσουσα τή «λογική» καί τόν φυσικό κύκλο τῶν μυστηρίων, εἶναι ἄκρως μηχανική, εἶναι προφανές καί αὐτονόητο.
Καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, τέλος, δέχονται τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος ἀπό πρόσωπα λαϊκά, ἐκτός ἀπό τούς Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀποδεχόμενοι ὅτι ὁ Θεός σώζει καί χωρίς τό βάπτισμα τούς προορισμένους στήν αἰώνια ζωή, δέν δίνουν καμιά σημασία στό ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.
Ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;
῞Οπως εἰπώθηκε στά προηγούμενα, ὁ τελετουργός τῶν μυστηρίων εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁἱδρυτής αὐτῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο ἱερέας εἶναι ἁπλό ὄργανο διά τοῦ ὁποίου ἐπιτελοῦνται τά μυστήρια.
Στό πνεῦμα αὐτό ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας κρύβει ἐπιμελῶς τό πρόσωπό του κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ τύπο παθητικό (σέ τρίτο ἑνικό πρόσωπο) ὅπως· Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί χρίεται, ἀρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ.λ.
᾿Αντίθετα στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ὁ λειτουργός φέρεται νά τελεῖὁἴδιος τά μυστήρια, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο, ὅπως· ἐγώ σέ βαπτίζω, σέ χρίω κ.ο.κ. Τό ὕφος αὐτό εἶναι ἐκφραστικό τοῦ ὀξέος χωρισμοῦ τοῦ κλήρου ἀπό τόν λαό, πού παρατηρεῖται στή Λατινική᾿Εκκλησία.