ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ

Η ιδιαιτέρα πατρίδα του Οσίου Ιωάννου είναι η Ουκρανία. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1711 σκλαβώθηκε από τους Τατάρους, συμμάχους των Τούρκων, οι οποίοι τον πούλησαν σκλάβο σε Τούρκο αξιωματούχο, στο Προκόπι της Μικράς Ασίας. Η ζωή της σκλαβιάς ήταν πολύ σκληρή για τον νεαρό Ιωάννη, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό. Οι πιέσεις για να αλλαξοπιστήση ήσαν αφόρητες και τα βασανιστήρια απερίγραπτα. Ζούσε μέσα σε άθλιες συνθήκες, αλλά εύρισκε παρηγοριά στην αδιάλειπτη προσευχή, δια της οποίας αντλούσε δύναμη, κουράγιο και έμπνευση στον αγώνα του. Εκτελούσε με προθυμία τις εντολές του αφεντικού του, εργαζόταν φιλότιμα και ακούραστα και ταυτόχρονα ψιθύριζε συνεχώς, πότε με τα χείλη και πότε με τον νού και την καρδιά, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”.

Με το πέρασμα του χρόνου ο αγάς άρχισε να “μαλακώνη” βλέποντας τον Ιωάννη να προσεύχεται συνεχώς, να εργάζεται φιλότιμα και να τον εξυπηρετή κατά τον καλύτερο τρόπο. Η συμπάθειά του αυτή άρχισε να γίνεται θαυμασμός, όταν διεπίστωσε ότι με την πίστη και την προσευχή του νεαρού Ιωάννη γίνονταν θαύματα, με αποτέλεσμα να ευεργετηθούν πολλοί, αλλά και ο ίδιος. Κάποτε, ενώ βρισκόταν ο αγάς στην Μέκκα για προσκύνημα, η σύζυγός του μαγείρεψε το αγαπημένο του φαγητό και στενοχωριόταν που δεν ήταν εκεί για να το απολαύση. Ο Ιωάννης, μετά από θερμή προσευχή, του έστειλε με άγγελο Κυρίου το φαγητό από το Προκόπι της Μικράς Ασίας και ο αγάς το βρήκε και το έφαγε ζεστό. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του έδειξε στους αξιωματούχους το πιάτο με το οικόσημο και ζήτησε από τον Ιωάννη να αφήση τον σταύλο και να μείνη σε ένα άνετο δωμάτιο, το οποίο του ετοίμασε. Εκείνος όμως ο μακάριος δεν ήθελε να εγκαταλείψη τον ταπεινό σταύλο, που του θύμιζε την φάτνη της Βηθλεέμ. Προτίμησε, από την άνεση και την καλοπέραση, την κακοπάθεια και την άσκηση “ίνα Χριστόν κερδίση”.

Ο άγιος Ιωάννης εβίωσε μέσα στην σκλαβιά την αληθινή ελευθερία. Και ήταν πράγματι ελεύθερος, αφού η ελευθερία είναι εσωτερική υπόθεση. Κατάφερε, με την κατά Χριστόν ζωή, να απαλλαγή από την τυραννία των παθών, της αμαρτίας και του διαβόλου, που είναι η πιο σκληρή μορφή δουλείας. Παρέδωσε την αγία ψυχή του “εις χείρας Θεού Ζώντος” σε ηλικία σαράντα περίπου ετών, στις 27 Μαΐου του 1730, αφού προηγουμένως κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ο τάφος του έγινε λαϊκό προσκύνημα για Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, αφού ευεργετούσε τους πάντες χωρίς διάκριση. Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του Προκοπίου μετέφεραν ως θησαυρό ατίμητο το άφθαρτο Λείψανό του στην Εύβοια, στο χωριό Εμίν Αγά, που το ονόμασαν Νέο Προκόπιο. Και ο περικαλλής Ιερός Ναός, που κτίσθηκε προς τιμήν του, δέχεται την επίσκεψη χιλιάδων πιστών όλον τον χρόνο.

Ο βίος και η πολιτεία του Οσίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:

Πρώτον. Η πνευματική ζωή δεν είναι βίος ανθόσπαρτος, αλλά είναι οδός στενή και τεθλιμμένη. Για να μπορέση κανείς να βρη τον Θεό μέσα του και να αποκτήση προσωπική κοινωνία μαζί Του, πρέπει να αγωνισθή και να παλαίψη με τα πάθη και τις αδυναμίες του με μεγάλη υπομονή, γιατί με την υπομονή, την προσευχή και την αγάπη κατορθώνονται ακόμη και τα φαινομενικά ακατόρθωτα.

Όταν στηρίζη κανείς την ελπίδα του στον Θεό και όχι στους ανθρώπους δεν πρόκειται ποτέ να απογοητευθή ή να απελπισθή. Μπορεί να υποφέρη εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είναι ελεύθερος. Είναι πλημμυρισμένος από την άκτιστη θεία Χάρη και γι' αυτό είναι ήρεμος και ειρηνικός. Γιατί μπορεί να ζη κανείς σε συνθήκες εξωτερικά άψογες και όμως να γκρινιάζη και να παραπονήται, γιατί μέσα στην καρδιά του βιώνει την εγκατάλειψη και την απελπισία, ουσιαστικά μια κόλαση. Όπως και το αντίθετο. Μπορεί να ζη και να εργάζεται σε ένα κλίμα βαρύ και εχθρικό εξωτερικά και όμως μέσα του να βιώνη τον παράδεισο, να γεύεται την γλυκύτητα της θείας Χάριτος και να χαίρεται αληθινά την ζωή του.

Δεύτερον. Το έργο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως πολύ ορθά έχει λεχθή, είναι να κάνη τους ανθρώπους λείψανα. Δηλαδή, να τους οδηγήση στην αγιότητα. Πράγματι, με τον τρόπο της ζωής που διαθέτει, βοηθά τους ανθρώπους να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό. Με την μυστηριακή ζωή, την άσκηση και την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή, ο άνθρωπος καθαίρεται από τα πάθη και οδηγείται στον φωτισμό και την κοινωνία με τον Θεό. Δέχεται την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος αισθητά σε όλη του την ύπαρξη, και στην ψυχή και στο σώμα του, με αποτέλεσμα να ευωδιάζη το σώμα του, ακόμη και μετά τον θάνατο. Και προσκυνά κανείς τα άγια Λείψανα και αισθάνεται ότι δεν είναι κόκκαλα πεθαμένων ανθρώπων, αλλά ότι έχουν μέσα τους ζωή, την οποία και μεταγγίζουν στους ευλαβείς προσκυνητάς. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι ζωντανοί και έχουν προσωπική κοινωνία με όσους τους ευλαβούνται, ζητούν την βοήθειά τους και αγωνίζονται να μιμηθούν τον θεάρεστο βίο τους.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως τόνιζε ο αείμνηστος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, συγγενεύει με τις θετικές επιστήμες και κυρίως με την ιατρική, και όχι με την φιλοσοφία, επειδή αποδεικνύει και επαληθεύει τα όσα διδάσκει. Τα ευωδιάζοντα λείψανα των Αγίων και τα άφθαρτα σώματά τους, τα οποία “εκβλύζουσιν ιάματα”, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας και της αγάπης του Θεού για το ανθρώπινο γένος και για όλη την κτίση, της Αναστάσεως των νεκρών και της υπάρξεως της αιωνίου θείας ζωής.-