Κάποτε
ἕνας ναυτικός βρέθηκε ναυαγός σ’
ἕνα
ἀκατοίκητο τροπικό νησί μόνος κι
ἔρημος.
Μέ πολλούς κόπους, χωρίς ἐργα-
λεῖα, ἐργαζόμενος μόνο μέ τά χέρια του,
κατάφερε
νά φτιάξει μιά ξύλινη καλύβα
για
νά μπορέσει νά προστατευτεῖ κατά τήν
περίοδο
τῶν βροχῶν.
Πράγματι
εἶχε μόλις τελειώσει τήν καλύ-
βα
ὅταν ἄρχισε νά βρέχει ἀσταμάτητα.
Ὅμως
τήν δεύτερη κιόλας μέρα ἕνας κε-
ραυνός
ἔκαψε τήν καλύβα του καί τήν ἔκα-
νε
στάχτη. Ὁ ναυαγός, πού πρῶτα δόξαζε
τόν
Θεό γιά τήν σωτηρία του, τώρα ἀνα-
λύθηκε
σέ δάκρυα. «Γιατί, Θεέ μου;» ἄρχι-
σε
νά λέει καί νά παραπονιέται γιά τήν κα-
ταστροφή.
Κι ἐνῶ ἡ ἀπελπισία πλημμύριζε
τήν
καρδιά του ἄκουσε ἀπό τό πέλαγος τό
σφύριγμα
ἑνός μεγάλου πλοίου.
Σέ
λίγο μιά βάρκα ἦταν στήν παραλία.
«Πῶς μέ βρήκατε σέ τούτη τήν ἐρημιά;»
τούς
ρώτησε.
«Εἴδαμε», τοῦ εἶπαν,
«τό σινιάλο τοῦ κα-
πνοῦ ἀπ’ τή φωτιά πού ἄναψες»!
Ὅταν
βλέπεις τά ὄνειρα, τίς ἐπιδιώξεις
καί
τά ἔργα σου κάποιες φορές νά γίνονται
στάχτη
κι ἀποκαΐδια, μήν ἀπελπίζεσαι.
Γιατί
στ’ ἀλήθεια: «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν
Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».