Ήμουν πλούσιος και άθεος

Πριν από όλα πρέπει να σας συστηθώ, για να με γνωρίσετε κάπως. Θα περάσουμε τόση ώρα μαζί, εγώ γράφοντας και εσείς διαβάζοντας αυτά που γράφω. Να μη γνωριζόμαστε καθόλου; Δεν είναι σωστό.


Θα αρχίσω από τα εύκολα. Πρώτα το πλούσιος. Ξέρετε τι θα πει πλούσιος. Να έχεις όσα χρήματα θέλεις, όποτε τα θέλεις, να κάνεις ό,τι θέλεις… και αφού τελειώσεις να σου περισσεύουν και για την επόμενη φορά… και τη μεθεπόμενη. Δηλαδή το θέμα χρήματα και τα οικονομικά κτλ. να μην υπάρχουν για σένα. Άνεση και ευρυχωρία να μαζεύεις και να ξοδεύεις, χωρίς να λογαριάζεις, χωρίς να διστάζεις, χωρίς να φοβάσαι. Σε αυτήν την περιοχή βρέθηκα εγώ. Τώρα ούτε το πώς, ούτε το γιατί, ούτε και το πόσα έχει καμία ιδιαίτερη σημασία, ούτε για εσάς, αλλά ούτε και για μένα. Αν δεν ήμουν άθεος, θα έλεγα έτσι τα ’φερε ο Θεός. Αλλά αφού Θεός δεν υπάρχει για μένα, πρέπει να πω έτσι τα ’φερε η τύχη. Και εδώ κάτι δεν μου πάει καλά, γιατί ούτε και στην τύχη πιστεύω. Ειδικά στο θέμα της τύχης, κάνω μια παρένθεση, πάντα το θεωρούσα πολύ ταπεινωτικό και φτηνό να καταφεύγω. Φορτώνουμε τη ζωή μας ολόκληρη, το περιεχόμενο της μέρας μας, τη ζωή των δικών μας σε κάτι, που καλά-καλά δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει… Μετά όμως λέω ότι κάτι πρέπει να υπάρχει… και έτσι ζαλισμένος όπως πάντα, χωρίς να το λύσω, το αφήνω το θέμα και πηγαίνω παρακάτω.



Πάμε τώρα στο άθεος. Μάλλον δεν είναι η σωστή λέξη. Πώς λέγεται αυτός, που δεν ασχολείται καν με το θέμα; Υπάρχει, δεν υπάρχει Θεός, δε με απασχολεί, ούτε τον χρειάζομαι. Δηλαδή, πώς περνάς από κάποιον δίπλα και ούτε γυρίζεις να τον κοιτάξεις; Σου είναι αδιάφορος. Έφυγες, τον ξέχασες…καπνός που διαλύθηκε. Κάτι τέτοιο. Άλλωστε όταν έχεις ό,τι θέλεις, όσα θέλεις, όποτε τα θέλεις, δεν ενδιαφέρεσαι για το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Εγώ δεν λέω ότι δεν υπάρχει, ούτε ότι υπάρχει. Λέω κάτι άλλο. Μου είναι αδιάφορος, δε διασταυρώνονται οι δρόμοι μας, πηγαίνω παρακάτω. Έτσι σκεφτόμουν, αυτό ήμουν. Λέω ήμουν, και το γιατί θα το καταλάβετε λίγο πιο κάτω.



Από εμφάνιση, πολύ κοινός, θα έλεγα. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το ξεχωριστό επάνω μου. Οι άλλοι γύρω μου με έβλεπαν και ξεχωριστό και εντυπωσιακό και μοναδικό και αξιαγάπητο…, αλλά εσείς να πιστέψετε εμένα. Αυτά που έλεγαν οι άλλοι γύρω μου αφορούσαν την τσέπη μου και το πορτοφόλι μου και όχι εμένα. Και ήξεραν πολύ καλά τι είχε το πορτοφόλι μου και η τσέπη μου και οι λογαριασμοί μου στις Τράπεζες…. Από ηλικία, αν ενδιαφέρεστε, να υπολογίζετε κάπου στη μέση.

Τώρα πηγαίνουμε σε μια άλλη, πιο ενδιαφέρουσα περιοχή. Από πολύ ενωρίς στη ζωή μου είχα μια περίεργη αίσθηση, που συχνά ένιωθα να με κυνηγά, κάποτε να με βαραίνει κιόλας. Ένιωθα ότι κάνω κάτι λάθος στη ζωή μου. Όχι, δεν ζούσα καθόλου ανήθικα, ούτε εκφυλισμένα. Αντίθετα μάλιστα, έκανα πολύ καλή διαχείριση της περιουσίας μου και της ζωής μου. Είχα όμως ένα αίσθημα, έντονο μερικές φορές, ότι κάνω λάθος ζωή. Το αίσθημα αυτό με απασχολούσε και ήθελα να το αντιμετωπίσω. Είχα χρόνο να ξοδέψω με τον εαυτό μου και τις ανησυχίες μου, αλλά δεν έβρισκα την απάντηση, και αυτό με κούραζε. Τα στοιχεία που επιστράτευα και σύγκρινα τη ζωή μου είχαν πάντα σχέση με το κακό, τον εκφυλισμό, τις ακραίες καταστάσεις, με τη «νύχτα», την πρόκληση… Δεν χρωστούσα, δεν έκλεβα, το αντίθετο μάλιστα, απλόχερα βοηθούσα, και με ευχαρίστηση, όπου αντιλαμβανόμουν ότι υπήρχε ανάγκη. Δεν έβρισκα το λόγο να ανησυχώ. Επεξεργαζόμενος τη ζωή μου την βαθμολογούσα με πολύ καλούς βαθμούς και με κριτήρια πολύ αυστηρά.



Παρόλα αυτά κάτι μέσα μου μού έλεγε ότι είμαι σε λάθος δρόμο. Προσπάθησα να τους έχω όλους γύρω μου ευχαριστημένους και με το παραπάνω. Δεν μπόρεσα όμως να απαλλαγώ. Κοίταξα την εικόνα μου προς τους άλλους, έκανα διορθωτικές κινήσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάτι μέσα μου έφευγε και επανερχόταν και μου ’λεγε ότι δεν είναι αυτή η ζωή, δεν είναι αυτό το νόημά της, δεν είναι δυνατό να ζήσω και να τελειώσω όλη μου τη ζωή με τέτοιο περιεχόμενο.



Αντιλαμβάνεσθε ότι δεν ήμουν χαρούμενος, αλλά δεν ήμουν και δυστυχισμένος. Και γιατί να είμαι δυστυχισμένος, αφού είχα ό,τι ήθελα, όποτε το ήθελα; Αλλά τότε, γιατί να μην είμαι χαρούμενος; Τι ήταν αυτή η σκιά, που με ακολουθούσε;



Κάποτε τα κατάφερνα να την ξεχάσω αυτή τη σκέψη και να ξεμπερδεύω μαζί της. Ζούσα σα να μη συμβαίνει τίποτα. Όμως ερχόταν η ώρα του απολογισμού και μέσα μου ήμουν βέβαιος ότι είμαι σε λάθος δρόμο. Έβρισκα τη ζάπλουτη ζωή μου φτωχή και χωρίς καμία αξία. Κάποια στιγμή και τα πιο μεγάλα και εντυπωσιακά που έκανα στη ζωή μου με άφηναν αδιάφορο και με ανησυχούσε η παρουσία τους στη ζωή μου. Είχα έντονη την αίσθηση ότι κάποιοι ζουν πιο σωστή ζωή από τη δική μου, πιο καλή ζωή, πραγματικά αξιόλογη και όμορφη. Η δική μου ζωή δεν ήταν τέτοια και αυτό με βασάνιζε.



Μη νομίσετε ότι δεν έκανα τίποτα για όλα αυτά τα ενοχλητικά και αρνητικά συναισθήματα. Γιατρός δεν είμαι, αλλά τα πάω καλά με το διάβασμα και με το Internet. Το έψαξα το θέμα και από αυτής της πλευράς. Και για τις ντοπαμίνες έψαξα, τις σεροτονίνες, τα πάντα. Δεν ένιωθα άρρωστος, ούτε και το προφίλ μου ταίριαζε με των ασθενών και με τις ασθένειες που συναντούσα στην έρευνά μου.



Δεν έφτασα σε πολύ άσχημη κατάσταση, ούτε χρειάστηκε να χειροτερέψουν τα πράγματα στη ζωή μου πολύ. Μια μέρα έκανα μια σκέψη, ή πιο σωστά άκουσα μια σκέψη. «Πήγαινε σε ένα νοσοκομείο μια βόλτα», είπα στον εαυτό μου. Δεν αντέδρασα άσχημα στη σκέψη, ούτε με απώθησε η ιδέα. Δεν είχα κάποιο πρόβλημα υγείας ούτε κάποια ιδιαίτερη σχέση με γιατρούς και νοσοκομεία, αλλά δεν είχα και πρόβλημα να υπακούσω. Εύκολα αποφάσισα σε πολύ κοντινή ημερομηνία να πάω σε ένα μεγάλο κεντρικό νοσοκομείο, χωρίς να ξέρω ούτε τι θα κάνω εκεί, ούτε το γιατί θα πήγαινα. Απλώς πήγα. Η φωνή μέσα μου με περίμενε εκεί, στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, και με βοήθησε. «Περπάτα στους διαδρόμους, στους ορόφους, περπάτα αργά και κοίταζε όσο μπορείς περισσότερο τους ανθρώπους που περνάνε δίπλα σου, τις συνθήκες, τις κινήσεις τους». Το έκανα. Ό,τι μου έλεγε η φωνή στη σκέψη μου το έκανα, χωρίς να επιστρατεύσω ιδιαίτερες δυνάμεις ή κάποιο ξεχωριστό θάρρος.



Τώρα δεν χρειάζεται να σας περιγράψω τι είδα στο νοσοκομείο. Ίσως εσείς να τα ξέρετε καλύτερα από εμένα. Χρειάζεται όμως να σας πω κάτι πολύ περίεργο, που σίγουρα δεν πάει το μυαλό σας. Ένιωθα πολύ όμορφα όλη αυτή την ώρα. Έστω με αυτές τις ήσυχες βόλτες που έκανα, ένιωθα πραγματικά όμορφα μέσα σε εκείνο το περιβάλλον. Βέβαια, δεν σας το κρύβω, ότι στην αρχή ένιωθα λίγο άβολα, γιατί όλοι εκεί μέσα στους διαδρόμους, στους θαλάμους, είχαν κάτι να κάνουν. Εγώ έκανα απλώς βόλτες και κοιτούσα γύρω μου. Κάπως αταίριαστο αυτό. Έτσι το είδα και εγώ στην αρχή. Μετά όμως προσαρμόστηκα. Κάποια στιγμή βοηθήθηκα λίγο περισσότερο, όταν πλησίασα μια γιαγιούλα σκυφτή και αργοκίνητη και της γέμισα ένα μικρό μπουκάλι νερό από τον καταψύκτη. Χαμογέλασα. Άρχισα να γίνομαι κάπως χρήσιμος και να έχω και εγώ κάποιο ρόλο… Ναι, ένιωθα καλά, και μάλιστα είχα ένα περίεργο αίσθημα, ότι γυρίζοντας πίσω στο σπίτι μου, όχι μόνο δεν θα έχω την αίσθηση ότι έχασα το χρόνο μου, όχι μόνο δεν θα μετανιώσω, αλλά ούτε θα ανέβει μέσα μου η σκέψη της λάθος κατεύθυνσης, της λάθος ζωής, που με απασχολούσε τόσο συχνά.



Δεν πήγα ξανά στο νοσοκομείο, αλλά έγινε κάτι άλλο μέσα μου. Ξόδεψα πολλές ώρες με το να θυμάμαι και να επεξεργάζομαι τα όσα είχα δει εκείνο το απόγευμα. Όχι τραγικά πράγματα, μην πάει το μυαλό σας. Τα βρήκα όμως πολύ ενδιαφέροντα και σε κάποιες περιπτώσεις συναρπαστικά. Χωρίς να με ενδιαφέρουν οι ειδικές λεπτομέρειες και τα ιατρικά πράγματα, σύγκρινα το περιεχόμενο της μέρας αυτών των ανθρώπων με το περιεχόμενο της δικής μου ζωής. Έμεινα άφωνος. Το παραδέχτηκα αμέσως. Αυτοί οι άνθρωπο ζούνε, ενώ εγώ δεν ζω. Δεν προσφέρω τίποτα σε κανένα. Δεν είμαι χρήσιμος σε κανέναν. Αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν, ενώ εγώ δεν παλεύω για κανέναν και για τίποτα. Μου φάνηκε αμέσως πιο σωστή η ζωή τους από τη δική μου ζωή.



Το άφησα έτσι και πέρασε λίγος καιρός. Συνέπεσε να πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς. Ιδιαίτερα βαρετή και ενοχλητική περίοδος για μένα. Έβλεπα τους ανθρώπους γύρω μου να κάνουν τα πάντα για να ζήσουν και να μην καταρρεύσουν. Να κάνουν τα πάντα για να ξεχάσουν, να δραπετεύσουν, να κάνουν τρελά, απίθανα πράγματα για να γεμίσουν την άδεια τους ζωή, χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό με ενοχλούσε πολύ. Μας έβλεπα όλους ριγμένους σε ένα λάκκο βαθύ, να προσπαθούμε να βγούμε στην επιφάνεια, στο φως, στον καθαρό αέρα. Και κάποιος να μας ρίχνει μέσα στο λάκκο φωτάκια χριστουγεννιάτικα πολύχρωμα, να μας πετάει δώρα, δέντρα στολισμένα, τσουρέκια. Κι εμείς να ξεγελιόμαστε, να στολίζουμε το λάκκο με φωτάκια, να στρώνουμε γιορτινά τραπέζια μέσα στο λάκκο… Η δυστυχία μου ήταν μεγάλη κάθε τέτοια εποχή.



Τυχαία άκουσα στο ραδιόφωνο, καθώς οδηγούσα, μια διαφήμιση για ένα μπαζάρ για την ενίσχυση ενός ιδρύματος για αυτιστικά παιδιά. Θα πάω, είπα. Και πήγα. Δεν πήγα ούτε να αγοράσω, ούτε να βοηθήσω οικονομικά. Θα σας εκνευρίσει να σας πω ότι δεν αγόρασα ούτε μία καρφίτσα. Ούτε άφησα κάποια γενναία επιταγή στο ίδρυμα. Συγγνώμη, δεν το έκανα. Έκανα κάτι πολύ πιο μεγάλο, γιατί αυτό είχα ανάγκη. Πέρασα από όλους τους πάγκους με τα δώρα, τα γλυκά, τις προσφορές. Δοκίμασα και τα μπισκότα που μου πρόσφεραν. Αλλά εγώ κοιτούσα τα πρόσωπά τους. Ναι, εκείνα τα πρόσωπα. Το ήξερα ότι ήταν οι γονείς των αυτιστικών παιδιών και οι δάσκαλοί τους. Ίσως και κάποιοι ψυχολόγοι, που υπηρετούσαν αυτά τα παιδιά. Τα πρόσωπά τους, Θεέ μου. Ήταν γελαστοί, ορεξάτοι, τα πρόσωπά τους ζεστά, φιλικά. Και όλοι τους είχαν ένα τόσο μεγάλο φορτίο στα σπίτια τους. Πραγματικά δυνατοί άνθρωποι, σκέφτηκα και θαύμασα. Καλοντυμένοι, περιποιημένοι, χαρούμενοι, με τα αστεία τους, με τα πειράγματά τους… Μετά κοίταξα τα παιδάκια του Ιδρύματος. Αυτά τα άρρωστα παιδάκια μαζί με τους γελαστούς γονείς τους. Πάλι μου ανέβηκε η ίδια σκέψη, αλλά αυτή τη φορά πολύ πιο μορφοποιημένη και συγκεκριμένη από την προηγούμενη φορά. Αυτοί οι άνθρωποι μου άρεσαν πιο πολύ από τον εαυτό μου. Η ζωή τους με αγγίζει, με πείθει ότι είναι ζωή με περιεχόμενο που αξίζει να ζήσεις…. Με πλησίασαν να μου συστηθούν μερικοί και να με γνωρίσουν. Δεν τόλμησα να πω την αλήθεια για το πώς και το γιατί βρέθηκα εκεί, μαζί τους εκείνο το βράδυ. Πώς να τους πω ότι έχασα το δρόμο μου στη ζωή, ότι ανακάλυψα ότι δεν ζω, ότι ζω λάθος ζωή και ότι ψάχνω για κάτι σωστό και γνήσιο να ζήσω;



Κάποια στιγμή μπήκε στην αίθουσα μία ομάδα μεγαλούτσικα παιδιά, με κασκόλ και σκουφιά και δύο κιθάρες. Αγόρια και κορίτσια. Πήγαν σε μια γωνιά και άρχισαν να τραγουδούν σαν μια μικρή χορωδία. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος τους, τα παιδάκια πλησίασαν και άκουγαν χαρούμενα τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες.



Πήρα το θάρρος και πλησίασα τα άρρωστα παιδάκια. Κανένας δε με ενόχλησε. Ήταν θαρρώ η πρώτη μου φορά που έσκυβα να πλησιάσω ένα παιδάκι, και μάλιστα με τέτοιο πρόβλημα, χωρίς να ξέρω ούτε πώς να το πλησιάσω, ούτε πώς να το χειριστώ. Αλλά ένιωθα ότι πολύ λίγο με ενδιέφερε. Ήταν σα να άπλωνα το χέρι μου να πάρω κάτι, κάτι που εγώ δεν είχα, δεν ένιωσα ποτέ μου, ενώ εκείνοι το είχαν, το είχαν και το ζούσαν κάθε μέρα.



Βγήκα έξω στο καθαρό και υγρό νυχτερινό αεράκι. Είχα πολλές, πάρα πολλές σκέψεις στο μυαλό μου και μια μεγάλη ανάγκη να τις επεξεργαστώ. Μη βιαστείτε να πείτε ότι σκέφτηκα να τα πουλήσω όλα και να τα αφήσω στο Ίδρυμα με τους πονεμένους πατεράδες και τις ηρωικές μητέρες αυτών των παιδιών. Όχι, δεν ήμουν τόσο επιπόλαιος να κάνω κινήσεις με τόσο κοντινή ημερομηνία λήξης. Στο προαύλιο του Ιδρύματος με περίμενε το καλό και ακριβό τζιπ μου. Ομολογώ ότι ήταν πολύ καλό και πολύ ακριβό. Κάποτε καμάρωνα. Όμως εδώ και χρόνια δε με άγγιζε τίποτα από όλα αυτά. Τη χλιδάτη και φανταχτερή ζωή τη θεωρούσα «παιδική αρρώστια», που την είχα περάσει εδώ και πολύ καιρό. Οι μεζονέτες, τα σπα, τα ακριβά εστιατόρια, οι υψηλές γνωριμίες, το αισθανόμουν ότι ήταν λάθος ζωή, αλλά τι να ’βαζα στη θέση τους; Αυτό δεν ήξερα…



Έμεινα έξω από το τζιπ, ακούμπησα επάνω του και κοίταξα τον ξάστερο δεκεμβριάτικο ουρανό. Μέσα μου είχαν γίνει πολλές ζυμώσεις και αρκετές αλλαγές. Αυτή η ζωή που έβλεπα γύρω μου τον τελευταίο καιρό ήταν πιο αξιόλογη ζωή από τη ζωή που έκανα εγώ και πιο σωστή. Μπορεί να είχε πόνο, αλλά είχε αλήθεια και δύναμη, ενώ η δική μου δεν είχε ούτε αλήθεια, ούτε δύναμη. Σιγά τη δύναμη που χρειάζεται να ξοδεύεις λεφτά, σκέφτηκα.



Μετά πήγε το μυαλό μου στην παιδική χορωδία. Πάλι άρχισα να μην καταλαβαίνω. Παιδιά είναι, αγόρια, κορίτσια… Γιατί κουβαλήθηκαν μέσα στη νύχτα στο Ίδρυμα; Δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν; Τα λόγια των τραγουδιών τους μιλούσαν για τον Θεό, για τον Ιησού Χριστό, που ήρθε στη γη μας. Τα ήξερα όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν είχα σταματήσει μπροστά τους. Είχα τις δικές μου θεωρίες και απόψεις. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχα σηκώσει τα μάτια μου και κοιτούσα τον ουρανό. Ήταν πεντακάθαρος και ελκυστικός να τον κοιτάζεις. Όμως εγώ ένιωθα να μου μιλάει ο ουρανός. Μάλλον να μου γελάει με καλοσύνη… Αυτό το αίσθημα είχα, αλλά δεν ξέρω πώς να σας το περιγράψω. Ένιωσα κάτι να αλλάζει οριστικά μέσα μου, μια μεγάλη δύναμη και μια δυνατή αγάπη για αυτούς τους ανθρώπους. Πετάχτηκα και γύρισα πίσω, μέσα στην αίθουσα τρέχοντας. Μόλις πρόβαλα στην πόρτα, όλοι σταμάτησαν και γύρισαν στο μέρος μου.

-Σας ψάχναμε, γιατί φύγατε; μου είπε μία γλυκύτατη κυρία από τα τραπέζια. Κοντοστάθηκα. Εγώ να τους κοιτάζω και εκείνοι να με κοιτάζουν, σα να περίμεναν κάτι να ακούσουν από εμένα. Και όντως ένιωθα ότι είχα κάτι πολύ σημαντικό να τους πω. Πέρασα την πόρτα, σταμάτησα, σήκωσα τα μάτια μου και τους μίλησα.

-Εγώ έψαχνα εσάς, τους είπα πηγαία και αυθόρμητα. Δεν σας γνωρίζω ούτε με γνωρίζετε, όμως από την πρώτη στιγμή που σας είδα κατάλαβα ότι εγώ έχω ανάγκη εσάς, γιατί εσείς ζείτε, είσαστε δυνατοί μέσα στον αγώνα σας, στο ανηφόρι της ζωής έχετε χαρά και σκοπό που ζείτε και παλεύετε. Εγώ που με βλέπετε ούτε δυνατός είμαι, ούτε παλεύω, ούτε ανηφόρι έχει η ζωή μου και νομίζω ότι δεν ζω, ή ότι ζω λάθος ζωή. Αυτή η σκέψη δεν πέρασε ποτέ από το δικό σας μυαλό, από το δικό μου όμως περνάει κάθε μέρα. Αυτή είναι η μεγάλη μας διαφορά.

Η σιωπή ήταν απόλυτη. Όλοι κοιτούσαν εμένα. Μπροστά μου ακριβώς ένας μεσήλικας πατέρας με ένα αναπηρικό καροτσάκι και ένα σπαστικό αγοράκι, του χάιδευε τα μαλλάκια κι αυτό ηρεμούσε και με άκουγε.

-Να σας ζητήσω μια χάρη σας παρακαλώ, βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω. Μπορείτε να με αφήσετε να σας βοηθήσω να μαζέψουμε τα τραπέζια, να σκουπίσω το πάτωμα, να πλύνω πιάτα, να τραγουδήσω μαζί σας;

Οι άνθρωποι κουνήθηκαν από τη θέση τους. Κάτι είπαν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Με πλησίασαν πολλοί, με πήραν στο τραπέζι τους τα παιδιά της χορωδίας. Μου μίλησαν για τον Ιησού Χριστό που αλλάζει, που μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Με βοήθησαν να καταλάβω ότι αυτό που ζήλευα, γιατί δεν το είχα, ήταν η ζωή του Ιησού Χριστού, που είναι η μόνη αληθινή ζωή που αξίζει να ζήσεις. Μου χάρισαν μία Καινή Διαθήκη και όταν έβγαλα να πληρώσω για το φαγητό όλοι τους γέλασαν πραγματικά με την καρδιά τους. Ένιωσα άνετα να πλησιάσω τα παιδιά τους, να τους κάνω αστεία, γονάτισα δίπλα τους και έπαιξα με τα δώρα τους. Το μόνο που ήθελα πολύ, αλλά δεν κατάφερα να κάνω, ήταν να πλύνω τα πιάτα τους.



Την επόμενη φορά που πήγα στο Ίδρυμα δεν ήμουν μόνος στο αυτοκίνητο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, το γέμισα με τα παιδιά τής χορωδίας, γιατί στο μεταξύ έμαθα και εγώ τους ύμνους στην εκκλησία και τραγουδούσα μαζί τους για τα παιδάκια. Κανένας όμως δεν ήξερε ακόμα τι είχε γίνει πραγματικά στη ζωή μου. Ήταν σα να ξανάρχιζα τη ζωή μου από την αρχή. Όχι πλούσιος και άθεος, όπως ξεκίνησα, αλλά λυτρωμένος πιστός του Ιησού Χριστού, που έκανε τη ζωή μου καινούργια και όμορφη και γεμάτη, να τη ζω και να την απολαμβάνω.



Λησμόνησα να σας πω ότι και το πλούσιος αλλάζει σιγά-σιγά. Τώρα για παράδειγμα οδηγώ το αυτοκίνητο του Ιδρύματος, γιατί πολύ γρήγορα κατάλαβα πόσο ανάγκη είχαν ένα τέτοιο μεγάλο τζιπ για τα ψώνια τους και τις μεταφορές τους, ενώ εγώ βολεύομαι μια χαρά με ένα μικράκι ξεχασμένο, που είχα φοιτητής