Η Θεία Ευχαριστία

Η θεία εὐχαριστία τρέφει τόν ἄνθρωπο πνευματικά, τόν ἁγιοποιεῖ καί τόν ἑνώνει μέ τό Θεό. Εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο, στόὁποῖο συγκροτεῖται καί ζεῖἡ᾿Εκκλησία, ὡς ἡἐπί γῆς ἐνσάρκωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι θεοποιητικό μυστήριο, ἡ συναγωγή καί συνένωση τοῦ κόσμου στή θεία λυτρωτικήἐνέργεια. Εἶναι δέ, ὅπως καί τό βάπτισμα, μυστήριο κυριακό. ῾Η θεία Εὐχαριστία ἔχει δύο ὄψεις· εἶναι μυστήριο καί ταυτόχρονα θυσία.

Ποιά εἶναι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας;

Τόἵδρυσε ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τόσο μυριόλεκτο εἶναι αὐτό στή Γραφή, πού κανείς δέν μπορεῖἀποχρώντως νά τόἀρνηθεῖ. Οἱ περικοπές πού κάνουν λόγο περί τῆς συστάσεως τοῦ μυστηρίου εἶναι· ᾿Ιωάν. 6, 27-69, ὅπου ὁ Σωτήρας ἐπαγγέλλεται τή σύσταση τοῦ μυστηρίου, καί οἱ περικοπές· Ματθ. 26, 20-29, Μάρκ. 14, 17-25, Λουκ. 22, 14-38 καίἡ Α´ Κορ. 11, 23-25, κατά τίς ὁποῖες τό ἑσπέρας πρό τοῦ Πάσχα (Πέμπτη) ὁ Κύριος λαβών ἄρτον τόν εὐλόγησε καίἀφοῦ τόν ἔκοψε τόν ἔδωσε στούς μαθητές Του, εἰπῶν· «Λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου». ῾Ομοίως λαβών τό ποτήριο καί εὐχαριστήσας τό ἔδωκε στούς μαθητές του λέγων· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς Διαθήκης, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τό μυστήριο ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο σάν αἰώνιος θεσμός στήν ᾿Εκκλησία· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»234.

Πῶς παρίσταται ὁ Χριστός στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;

῾Η παρουσία τοῦ Κυρίου στή θεία εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλός συμβολισμός, ἀλλά παρουσία πραγματική. ῾Ο Κύριος μέ ὅλη τήν ὑπόστασή του βρίσκεται πραγματικά στόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς εὐχαριστίας κατά τή στιγμή τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων ἀπό τόν ἱερέα. ῾Η ὁμολογία τοῦ Δοσιθέου περιγράφει ἄριστα τό ζήτημα· «Τούτου ἐν τῇἱερουργίᾳ πιστεύομεν παρεῖναι τόν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν οὐ τυπικῶς οὐδ’ εἰκονικῶς οὐδέ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, ὡς ἐν τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις, οὐδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινες τῶν Πατέρων εἰρήκασι περί τοῦ βαπτίσματος, οὐδέ κατ’ ἐναρτισμόν, ὥστε ἑνοῦσθαι τήν θεότητα τοῦ Λόγου τῷ προκειμένῳ τῆς εὐχαριστίας ἄρτῳ, καθώς οἱἀπό Λουθήρου λίαν ἀμαθῶς καίἀθλίως δοξάζουσι, ἀλλ’ ἀληθῶς καί πραγματικῶς, ὥστε μετά τόν ἁγιασμόν τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιοῦσθαι, μεταποιεῖσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τόν μέν ἄρτον εἰς αὐτό τόἀληθές τοῦ Κυρίου σῶμα, ὅπερ ἐγεννήθη ἐν Βηθλεέμ τῆς ἀειπαρθένου, ἐβαπτίσθη ἐν ᾿Ιορδάνῃ, ἔπαθε, ἐτάφη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καί πατρός, μέλλει ἐλθεῖν ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ· τόν δέ οἶνον μεταποιεῖσθαι καί μετουσιοῦσθαι εἰς αὐτό τόἀληθές τοῦ Κυρίου αἷμα, ὅπερ κρεμαμένου ἀπό τοῦ σταυροῦἐχύθη ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»235.

᾿Από τήν περιγραφή τῆς ῾Ομολογίας ἀνακύπτει ἀνάγλυφη ἡ περί θείας εὐχαριστίας ὀρθόδοξη διδασκαλία. ῾Ο Χριστός στή θεία εὐχαριστία δέν εἶναι παρών τυπικά καί εἰκονικάἤ μέ τό πλήρωμα τῆς θείας του χάριτος, ὅπως στάὑπόλοιπα ἕξι μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας· ἀλλά βρίσκεται ὁἴδιος πραγματικά παρών, στόν μέν ἄρτο κατά τό ἄχραντο σῶμα του σέὅλες τίς φάσεις τῆς ἀναπτύξεώς του ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο μέχρι τῆς ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρας του· στόν οἶνο δέ, κατά τό αἷμα του πού χύθηκε ἐπάνω στό σταυρό.

Στό μυστήριο τῆς εὐχαριστίας τά φυσικά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου χάνουν τή φυσική τους ὑπόσταση, ἡὁποία μετατρέπεται στήν οὐσία τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στό σῶμα καί τό αἷμα του. ᾿Αλλάζουν οὐσία, γι αυτό καί ἡ μεταβολή καλεῖται «μετουσίωση». Τό μόνο πού παραμένει στά φυσικά στοιχεῖα εἶναι τά λεγόμενα συμβεβηκότα, αὐτά πού δέν ἀνήκουν στήν οὐσία ἀλλά τήν περιβάλλουν, οἱ φυσικές ποιότητες, ὅπως ἡ μορφή, τό βάρος, ἡ ὀσμή, ἡ γεύση κ.τ.λ. Αὐτό εἶναι μέτρο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἡ ὁποία καλύπτει κάτω ἀπό τά συμβεβηκότα τήν οὐσία τοῦ κυριακοῦ σώματος καί αἵματος, γιά νά διευκολύνει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν, πού σάν ἄνθρωποι ἀσθενεῖς δέν θά ἄντεχαν νά μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή ὅπως στήν πραγματικότητα εἶναι, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.

Τί φρονοῦν οἱ Προτεστάντες περί τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία;

῎Αν ἐξαιρέσει κανείς ὁρισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς, ᾿Αρμινιανούς), οἱ ὁποῖοι, ἐξετάζοντας ὀρθολογιστικά τήν ἔννοια τῶν μυστηρίων, θεωροῦν τήν εὐχαριστία ὡς ἁπλή τελετή κατά τήν ὁποία καταγγέλλεται ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου καί μέὕμνους πανηγυρίζονται καί δοξάζονται τά λυτρωτικά του ἀποτελέσματα, οἱἄλλες προτεσταντικές ῾Ομολογίες δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο μεταδοτικό τῆς θείας χάριτος, ἄν καί διαφωνοῦν μεταξύ τους ὡς πρός τόν τρόπο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία.

Τί εἶναι ὁ ἐναρτισμός;

Εἶναι δόγμα τῶν Λουθηρανῶν, διά τοῦ ὁποίου καταβάλλεται προσπάθεια νά ἑρμηνευθεῖ ἡ πραγματική παρουσία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στή θεία εὐχαριστία.

Οἱ Λουθηρανοί δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο, στό ὁποῖο «ἐν τῷ ἄρτῳ, σύν τῷἄρτῳ καίὑπό τόν ἄρτον» (ἂὃἆὰὃὸ, ὴ῟ἣἆὰὃὸ, ὖ῟ὲἆὰὃὸ) μεταδίδεται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στούς μέν πιστούς εἰς σωτηρίαν, στούς δέἀπίστους εἰς κατάκριμα. ῾Ομοίως ἐν τῷ οἴνῳ μεταδίδεται τό αἷμα τοῦ Κυρίου. ῾Η παρουσία αὐτή τοῦ Κυρίου δέν εἶναι μέν μετουσίωση, εἶναι ὅμως πραγματική καίὑποστατική καίὄχι ἁπλῶς δυναμική. ῾Ως παράδειγμα διασαφητικό οἱ Λουθηρανοί φέρουν τό παράδειγμα τῆς ἕνωσης τῶν φύσεων στό Χριστό. ῞Οπως δηλαδή στό χριστολογικό μυστήριο ἡ θεία φύση ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη, ἔτσι καί στήν εὐχαριστία ἑνώνονται τά στοιχεῖα τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο εἶναι μέν πραγματική, δέν γίνεται ὅμως σωματοειδῶς, καταληπτῶς καί περιγραφικῶς, ἀλλά κατά τρόπο πνευματικό, ἀκατάληπτο καίὑπερφυσικό. ᾿Επειδή δέ δέν συμβαίνει μετουσίωση, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο διαρκεῖ μόνο κατά τήν τέλεση τῆς ὅλης διαδικασίας ἀπό τούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Κυρίου μέχρι τή μετάδοση τῶν τιμίων δώρων στούς πιστούς. ῎Εξω ἀπό τή χρήση αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ παύει νά ὑφίσταται. Φυσική συνέπεια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι ὅτι τάὁρατά εἴδη τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου τῆς εὐχαριστίας, ἐπειδή δέν μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, δέν μποροῦν καί δέν πρέπει νά εἶναι ἀντικείμενο προσκυνήσεως236 καί λατρείας.

Στή διατύπωση τῆς θεωρίας του ὁδηγήθηκε ὁ Λούθηρος ἀπό τή μιά μεριά γιά ν’ ἀποφύγει τή θεωρία τῆς μετουσιώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, καί ἀπό τήν ἄλλη τή συμβολική περί εὐχαριστίας ἀντίληψη τῶν ἄλλων προτεσταντικῶν ῾Ομολογιῶν. ᾿Εντούτοις ἀντί νάἐπιλύσει τό πρόβλημα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τόἔκανε περισσότερο πολύπλοκο καί δυσνόητο. ᾿Απόβλητη κυρίως εἶναι ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς θεωρίας μέ βάση τό χριστολογικό δόγμα. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ἕνωση προσωπική (στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου), ἐνῶ στόν ἐναρτισμό εἶναι ἕνωση μυστηριακή, ἡὁποία ὑπερβαίνει τήν νοητική τοῦἀνθρώπου κατάληψη. ᾿Από τήν ἄλλη μεριάἡἄρνηση προσκυνήσεως τῶν τιμίων δώρων ἀντιβαίνει πρός τόἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.

177. Τί εἶναι ἡῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ; (ΘΑ ΔΙΟΡΘΩΘΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ)

Εἶναι θεωρία λουθηρανική συναφής πρός τόν ἐναρτισμό, διά τῆς ὁποίας ὁμοίως καταβάλλεται προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας. ῾Ο ὅρος, παραγόμενος ἀπό τή λατινική λέξη ῟ὲἂἦ῟ὸ (= παντοῦ), ἀναφέρεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή θεία εὐχαριστία. ῾Η θεωρία εἶναι πολύ ἁπλουστευτική, ἀπόβλητη καί ἐσφαλμένη.

Τό χριστολογικό της ὑπόβαθρο εἶναι ἐντελῶς σαθρό. Βασίζεται σέ μιά πολύ κακή ἀντίληψη περί ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό Χριστό. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθή ἀντίληψη οἱ φύσεις ἀντιδίδουν τάἰδιώματά τους ἡ μία στήν ἄλλη στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μένοντας ἀσυγχύτως ἑνωμένες, κατά τή Λουθηρανικήἀντίληψη ἡἀντίδοση γίνεται ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, πράγμα πούὁδηγεῖ στό μονοφυσιτισμό. ῾Η ἀνθρώπινη φύση λαμβάνει ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως, τήν παντοδυναμία, τήν πανσοφία καί τήν πανταχοῦ παρουσία, κινδυνεύουσα νά ἐξέλθει τῶν ὁρίων τῆς πεπερασμένης της φύσεως238.

Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἐθεώθη στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔπαυσε ὡστόσο νά εἶναι καθ’ αὐτό σῶμα πεπερασμένο καί κτιστό. ῎Ετσι, ὁρατό καί περιγραπτό, φανερώθηκε στούς μαθητές μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς καί πρόκειται νάἐπανέλθει στή γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο239. ῾Ο Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό σῶμα καί τή θεότητά του βρίσκεται πανταχοῦ παρών καί ὄχι μοναχή της ἡ ἀνθρώπινη φύση του.

Στά χωρία τῆς Γραφῆς στά ὁποῖα στηρίζεται ἡ ῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ· «ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»240, «ὁ καταβάς αὐτός ἐστι καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα»241, «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καίἐπί γῆς»242 δέν ἀναφέρονται στόν ἄνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα πού δέν θά εἶχε νόημα, ἀλλά στό Θεάνθρωπο Κύριο. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος κατά τοῦ Εὐτυχοῦς καί ἡ Ζ´ κατά τῶν Εἰκονομάχων, ἀπορρίψασαι τά διδάγματα τῶν αἱρετικῶν ὅτι ἡ σάρξ τοῦ Κυρίου ἦταν ἄπειρη καί ἀπερίγραπτη, δίδαξαν ὀρθῶς ὅτι ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ) καί ὄχι ἀφηρημένα· δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἔπαθε καί ὄχι ἡ θεότητα, ἤ ὅτι ὁ Θεός στήν ἀνθρώπινη φύση του εἶναι πανταχοῦ παρών καί ὄχι ἡ ἀνθρωπότητά του.

Τέλος εἶναι ἀλλόκοτη ἡ ἰδέα ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή θεία εὐχαριστία. ῎Αν ἦταν ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Κυρίου θά ἦταν παρόν καί σέ κάθε φυσική τροφή καί δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά τό μεταλαμβάνουμε εἰδικά στή θεία εὐχαριστία. Θά τό τρώγαμε καί στά λάχανα!

178. Τί φρονοῦν περί θείας εὐχαριστίας οἱὑπόλοιποι Προτεστάντες;

Οἱ᾿Αναμορφωτές, ἀπορρίπτοντες ὅλοι τήν περί πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τοῦ Λουθήρου, δέν ἔχουν ὡστόσο ἑνιαία μεταξύ τους περί τοῦ μυστηρίου ἀντίληψη. ῞Οπως καί εἰς ὅλα τά ἄλλα ζητήματα, ἔτσι καί ἐδῶ ἐπηρεάζονται λίγο πολύ ἀπό τίς ἰδιαίτερες θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.

Οἱ Ζβιγγλιανοί, φρονοῦντες ὅτι τό Πνεῦμα τό῞Αγιο δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐξωτερικά μέσα καί ἀγωγούς γιά νάἐνεργήσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, διδάσκουν ὅτι τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι πραγματικά τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ εἰκονίζουν ἁπλῶς αὐτά, ὅπως μέ εἰκονική ἔννοια λέγεται περί τοῦ Χριστοῦὅτι εἶναι «ἡἄμπελος ἡἀληθινή»243 (ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀμπέλι, ἀλλ’ εἰκονίζεται ἁπλῶς ἔτσι). Συνεπῶς ὁἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι ἐχέγγυα κα ίὄργανα τῆς κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἰκόνες αἰσθητές τοῦ σταυρωθέντος καί ἀποθανόντος Χριστοῦ. Στή μετάληψη δέν γίνεται πραγματική κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνον ὅσοι πιστεύουν κοινωνοῦν τῶν εὐεργετημάτων τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου.

῾Ο Καλβίνος διδάσκει ἀντίθετα πράγματα ἀπό τόν Ζβίγγλιο. Κατ’ αὐτόν ἡ μετάληψη δέν εἶναι ἀναμνηστικό δεῖπνο, ἀλλά δεῖπνο στό ὁποῖο ὁ Χριστός μᾶς μεταδίδει τή σάρκα καί τό αἷμα του. Τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι μόνο εἰκόνες, ἀλλάἐχέγγυα καί σφραγίδες τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς πνευματικῆς μετ’ αὐτοῦ ἑνώσεως τῶν πιστευόντων. ῾Η διδασκαλία αὐτή τοῦ Καλβίνου φαίνεται νά εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Λουθήρου· ἐντούτοις οἱ δύο διδασκαλίες διαφέρουν ὀξύτατα μεταξύ τους σέ ἕνα κύριο καί βασικό σημεῖο. ᾿Ενῶ ὁ Λούθηρος διδάσκει ἐναρτισμό (μυστηριακή ἕνωση τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ), ὁ Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ἕνωση μόνο μέ τίς ψυχές τῶν πιστευόντων διά τῆς δυνάμεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο μεταβιβάζει σ’ ἐμᾶς τό Χριστόὄχι ἀπό τό θυσιαστήριο, ἀλλ’ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν οὐρανό. Σέὅλες τίς περιπτώσεις βασικό στοιχεῖο τῆς λειτουργίας τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πίστη.

῾Η πιό πάνω εἰκονική-συμβολική περί εὐχαριστίας διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν ἔρχεται σέ ὀξεία ἀντίθεση μέ τόν περί εὐχαριστίας πραγματισμό τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Θάἀναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά τό θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων στήν ἕρημο ὁ Κύριος, ἐλέγχοντας τούς παχυλούς ᾿Ιουδαίους ὅτι ἐπιζητοῦν βρώματα ὑλικά, τούς παρότρυνε νάἐπιζητοῦν πνευματικές τροφές, ἐννοώντας στήν ἀρχή τό λόγο του καί κατόπιν τή βρώση τοῦ σώματος καί τήν πόση τοῦ αἵματός του. Τούς εἶπε δέ «ὁ ἄρτος, ὅν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, ἡ σάρξ μου ἐστίν»244· καί «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον»245. ῞Οτι πραγματικά ἐννοοῦσε τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος δείχνει ἡ ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν του, οἱὁποῖοι δυσφορώντας ἔλεγαν· «Πῶς δύναται οὗτος δοῦναι ἡμῖν τήν σάρκα φαγεῖν»246; ῾Ομοίως καί οἱ μαθητές· «Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος· τίς δύναται αὐτοῦἀκούειν;247». Καί ὁ Παῦλος, ἀποκαλώντας τό κυριακό δεῖπνο «κοινωνίαν» τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τό βρίσκει ἀσυμβίβαστο πρός τήν κοινωνία τῶν εἰδωλοθύτων, πού φυσικά δέν ἦταν τροφή συμβολικήἀλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τούς τονίζει· «῞Ος ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»248. Πῶς ὅμως ἐνοχοποιεῖται κάποιος ὅταν τρώγει κάτι πού δέν εἶναι πραγματικό, ἀλλά εἰκονικό; ᾿Αλλά καί κατά τούς Πατέρες ἡ Εὐχαριστία, ἡ προτυπωθείσα στήν Π. Διαθήκη ὑπό τοῦ μάννα, τοῦ Πασχάλιου ᾿Αμνου, τῆς θυσίας τῶν Μελχισεδέκ κ.ἄ., ἄν καί κατά τήν αἴσθηση καί τή γεύση φαίνεται ἁπλός ἄρτος καί οἶνος, ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀλλά τό πραγματικό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ· τήν πραγματικότητα δέ αὐτή τήν χρησιμοποιοῦσαν σάν ἐπιχείρημα κατά τῶν Δοκητῶν, πού ἀρνοῦνταν τή σωματική φύση τοῦ Κυρίου.

Ποιός εἶναι ὁ θυτήριος χαρακτήρας τῆς θείας εὐχαριστίας;

῾Η θεία εὐχαριστία δέν εἶναι μόνο μυστήριο, ἡ μεταβολή δηλαδή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί θυσία πραγματική, ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ συνεχιζόμενη καίἐφαρμοζόμενη γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. ῎Ηδη στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχουν προτυπώσεις τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς θείας εὐχαριστίας, κυριότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θυσία τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ. ῾Ο δέ προφήτης Μαλαχίας παρουσιάζει τόν Κύριο νά μή προσδέχεται τίς θυσίες τῶν ῾Εβραίων, ἀλλά τήν μία καί καθαρή θυσία, τήν ὁποία προσφέρουν σ’ αὐτόν σέ κάθε τόπο, τάἔθνη ἀπόἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν249. ᾿Αλλά καί στήν Κ. Διαθήκη ὁ Κύριος στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας καλεῖ τό ποτήριο «αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»250. Τόσο στή σταυρική θυσία τοῦ Γολγοθᾶὅσο καί στή θυσία τῆς εὐχαριστίας, στήν ὁποία ἡ μεγάλη ἐκείνη θυσία περιβάλλεται συνεχή μορφή στήν ᾿Εκκλησία, ὁ Χριστός παρουσιάζεται ὡς θύτης συγχρόνως καί θύμα, ὡς μέγιστος ἀρχιερέας προσφέρων τόν ἑαυτόν του ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.

Βεβαίως ὑπάρχει καί διαφορά μεταξύ τῶν δύο θυσιῶν. Εἶναι δέ αὐτή ὄχι στή φύση τῶν θυσιῶν πού εἶναι ἡ ἴδια καί στίς δύο, ἀλλά α) στόὅτι ἡ μέν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ εἶναι αἱματηρήἐνῶ τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι ἀναίμακτη καί β) ἡ πρώτη ἔγινε μιά φορά γιά πάντα στό Γολγοθᾶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί γιά τή ζωοποίηση τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς στά θυσιαστήρια τῶν ἱερῶν ναῶν γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Μπορεῖ νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα στήν ἴδια ἐκκλησία καί πάνω στόἴδιο θυσιαστήριο;

Φυσικά ὄχι. ῾Ως λογική λατρεία καί προσφορά πρός τό Θεό, στήν ὁποία μετέχει ὡς σύνολο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κλῆρος καί λαός) μιά φορά μόνο μπορεῖ νά τελεσιουργεῖται. ᾿Αντίθετα ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἀποκλίνουσα ἀπό τόἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ἐπιτρέπει τήν καθημερινή τέλεση πολλῶν θυσιῶν στόἴδιο θυσιαστήριο καί στόν ἴδιο ναό καί μάλιστα ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα καί χωρίς τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερό ὅτι στήν πράξη αὐτή ἀποσκοπεῖται ἡ ἔξαρση τοῦ κλήρου, ὡς μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὑπέρ τόν λαόν, πράγμα σύμφωνο πρός τό γενικότερο κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς.

Τί φρονοῦν περί τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, θέλοντας νά πολεμήσουν τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ ἱερατείου, πού προφανῶς συνδέεται μέ τήν ἰδέα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας, πολέμησαν σφοδρῶς τό δόγμα τόὑπό τῶν ᾿Ορθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν πρεσβευόμενο, φρονώντας ὅτι ἡ ἐκδοχή τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας ζημιώνει τήν ἔννοια τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ καί ἐξασθενίζει τή δύναμη καί τήν ἀξία της.

Δέν ἔχουν ὅμως δίκαιο. Οἱ λόγοι τοῦ᾿Αποστ. Παύλου· «Οὐχί οἱἐσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί τοῦ θυσιαστηρίου εἰσιν;»251·«οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων»252· «ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες»253, ὅπου ὁἱερός συγγραφέας ἀντιβάλλει τό θυσιαστήριο τῆς τραπέζης τοῦ Κυρίου πρός τό εἰδωλολατρικό θυσιαστήριο τῶν ἐθνικῶν, καμία ἀμφιβολία δέν ἀφήνουν ὅτι τό θυσιαστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι πραγματικό καίὅτι ἡ προσφερόμενη σ’ αὐτό θυσία εἶναι θυσία πραγματική. Τό ἴδιο πράγμα ἐξαίρουν καί οἱ μαρτυρίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (᾿Ιουστίνου, Κυρίλλου ῾Ιεροσολύμων, Χρυσοστόμου κ.ἄ.), ὅπως καί οἱ ἀρχαῖες λειτουργίες, πού ἀναμβισβήτητα παριστάνουν τήν εὐχαριστία ὡς πραγματική θυσία. Εἶναι ἐνδεικτικό δέ, ὅτι καί οἱ Δοκῆτες πούἀρνοῦνταν τήν πραγματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, συναπέρριπταν καί τόν χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας.

῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι ἀφ’ ἑνός ἀναπαράσταση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ, καθόσον διά τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων παριστᾶἤ συμβολίζει τήν ἐν αἵματι θυσία, τόν πραγματικό χωρισμό τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦἐπάνω στό σταυρό, ἀφ’ ἑτέρου δέ πραγματική θυσία στήν ὁποία ὁ Χριστός παρίσταται ὡς ἀρχιερέας τελῶν ἐπί τῆς γῆς ὅ,τι τελεῖ καί στόν οὐρανό.
Οὔτε εἶναι σωστήἡ αἰτίαση ὅτι, ἀποδεχόμενοι τήν εὐχαριστία ὡς θυσία, προσκρούουμε στή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, διά τῆς ὁποίας «ἅπαξ ἐπί συντελείᾳ τῶν αἰώνων εἰς ἀθέτησιν ἁμαρτίας διά τῆς θυσίας αὐτοῦ πεφανέρωται»254, «μιᾷ γάρ προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς τό διηνεκές τούς ἁγιαζομένους»255. ῞Οπως προειπώθηκε, καί στίς δύο θυσίες ὁ θυόμενος εἶναι ὁ ἴδιος, στή μέν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ προσφερθείς ὑπέρ πάντων, στή θυσία δέ τῆς εὐχαριστίας προσφερόμενος γιά τήν προσωπική οἰκείωση τῶν ἀπό τοῦ σταυροῦἀγαθῶν. ῎Οχι μόνο δέν μειώνεται ἡ μεγάλη θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ἀλλά τοὐναντίον διά τῆς εὐχαριστίας ἀποκαλύπτεται ὁἀνεξάντλητος πλοῦτος τῆς χάριτος στήν ὁλότητά του καί στήν πρώτη ζωηφόρο στό σταυρό παράστασή του.

Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;

Στή θεία εὐχαριστία ὁ Χριστός εἶναι παρών μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του στάὁποῖα μεταβάλλονται τά φυσικά στοιχεῖα τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου. ῾Ο Χριστός εἶναι παρών στήν εὐχαριστία ὄχι μόνο κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν κοινωνία αὐτῶν ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά καί μετά ταῦτα. Τό εὐχαριστιακό μυστήριο δέν εἶναι προσωρινό καί καταργούμενο. ῾Η ἀλήθεια αὐτή φαίνεται στήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας κατά τήν ὁποία τά ἁγιασθέντα τίμια δῶρα φυλάσσονταν στούς ναούς καί μεταφέρονταν ἀπό τούς διακόνους στά σπίτια καί στίς φυλακές γιά νά κοινωνήσουν οἱἀσθενεῖς καί οἱ αἰχμάλωτοι256. Τόἴδιο πράγμα ἐξαίρει καί τόἔθος νά παραλαμβάνεται ἡ εὐχαριστία ἀπό πιστούς, ἀσκητές καίὁδοιπόρους γιά κατ’ ἰδίαν χρήση, ὅπως καί ἡ ἱερουργία τῆς εὐχαριστίας ἀπόἄρτο καί οἶνο πού προαγιάσθηκαν κατά τή λειτουργία τῶν προηγιασμένων. Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση δείχνει καίἡ λατρευτική προσκύνηση τῶν τιμίων δώρων. Οἱ πιστοί κλίνουν γόνυ257 κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν εἴσοδο τῶν προηγιασμένων, θεωρώντας τόν ναό ὄχι ἁπλῶς σάν τόπο συνάξεως τῶν πιστῶν, ἀλλά σάν πραγματικό οἶκο Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ Θεός παραμένει ὑπό τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας.

Πρέπει βέβαια νά σημειωθεῖ, ὅτι τά δῶρα τῆς θείας εὐχαριστίας δέν λατρεύονται καθ’ ἑαυτάἄσχετα πρός τό εὐχαριστιακό μυστήριο, γιατίὡς τέτοια εἶναι ἁπλά φυσικά στοιχεῖα καίἡ λατρεία τους εἶναι σαφῶς εἰδωλολατρία· ἀλλά λατρεύονται γιατί εἶναι σῶμα καί αἷμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέν λατρεύεται καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά γιατί εἶναι ἡ φύση τοῦἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

῞Οταν κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο μέρος κοινωνοῦμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Τό ἐρώτημα εἶναι ἄχρηστο, γιατί δέν κοινωνοῦμε ποσοτικά ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στή θεία μετάληψη δεχόμαστε ὁλόκληρο τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι μέρος αὐτῶν πού ἀναλογεῖ στήν ποσότητα καί τήν ἔκταση τῆς μερίδας τῶν θείων ἁγιασμάτων. ῾Ο ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως, «μερίζεται καί διαμερίζεται... ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος». ῎Αν δέ ὑπάρχει μερισμός, αὐτός δέν ἀφορᾶ στήν οὐσία τῆς μυστηριακῆς σαρκός καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στά συμβεβηκότα, στάὁποῖα ὑποκρύπτεται τόἀπερινόητο μυστήριο. ῾Ο ἄρτος καίὁ οἶνος τεμαχίζονται, ὡς στοιχεῖα ἀνούσια καίἐξωτερικά, καίὄχι ἡ οὐσία τους ἡὁποία μεταβλήθηκε σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Καί δέν κοινωνοῦμε μονάχα τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, στάὁποῖα ἑστιάζεται τό ἄχραντο μυστήριο, ἀλλά καί κάτι περισσότερο, τῆς ὁλότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου (σῶμα - αἷμα - ψυχή), ἐπί πλέον δέ καί τῆς θεότητάς του, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαχώριστα ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα (οἱ φύσεις στό Χριστό εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένες) καίὅλου τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ (ἀφοῦἡ θεότητα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη, εἶναι ὁμοούσια μέ τή θεότητα τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ). Μέ μία λέξη κοινωνοῦμε τοῦ ὅλου Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν θεοποιητικό μυστήριο.

Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο, σέἕνα ναό καί σέ μία θεία λειτουργία;

῎Οχι. Αὐτό μᾶς ἀπαγορεύει νά τό σκεφθοῦμε ἡὁλότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα στήν εὐχαριστία ὄχι ἐκτατῶς καί ποσοτικῶς. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα ὄχι σέἕνα μόνο ἱερό ποτήριο, ἀλλά σέὅλα τά ποτήρια καί σέὅλες τίς λειτουργίες πού τελοῦνται σέ ὅλους τούς ὀρθόδοξους ναούς πού ὑπάρχουν σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς. Αὐτό φυσικά συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν. ῞Οπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ἡἰδέα αὐτή τήν ὁποία διατύπωσε ὁ Λούθηρος, εἶναι ἐντελῶς ἀσύστατη καίἀπορριπτέα, καθότι ἀποδίδει στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτό τήν ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ παρουσίας, ἡὁποία ἀνήκει μόνο στό Χριστό (ὡς Θεό).

Τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, ὅπως καί ἡ μεταβολή τῶν στοιχείων τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καθώς καί τό μυστήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀποτελοῦν τά κορυφαῖα μυστήρια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τάὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει ἡ φυσική τοῦἀνθρώπου διάνοια. Πῶς ὁ Χριστός εἶναι «ὅλος ὅλῳ, ὅλος μέρει καίὅλος ἐκτός τοῦὅλου», δηλαδή εἶναι παρών ὅλος σέ ὅλη τήν ποσότητα τῆς θείας κοινωνίας, ὅλος σέ κάθε μέρος αὐτῆς καίὅλος ἔξω ἀπ’ αὐτήν σέ ὅλους τούς τόπους πού τελεσιουργεῖται τό μυστήριο, εἶναι κάτι πού συντρίβει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί τόὁποῖο γνωρίζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι δέ φανερόὅτι καμία ἀναλογία ἀπό τήν περιοχή τῆς φυσικῆς αἰσθήσεως καί τοῦ πνεύματος δέν μπορεῖ νά παραδειγματίσει τό φρικῶδες μυστήριο τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.

῾Υπάρχει περιορισμός στήν προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;

῎Οχι δέν ὑπάρχει. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ σ’ ἕνα κοσμικό δεῖπνο οἱ προσκαλεσμένοι θά μετάσχουν στήν παρατιθέμενη τράπεζα, ἔτσι καί στό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ πού παρατίθεται στήν ᾿Εκκλησία ὅσοι μεταβαίνουν στή θεία λειτουργία ἐξυπακούεται ὅτι θά λάβουν μέρος στό οὐράνιο θεῖο δεῖπνο. Οἱἐκκλησιαζόμενοι πιστοί εἶναι συνδαιτυμόνες στή μυστική θεία τροφή. ῎Αλλωστε στό τραπέζι τοῦ Θεοῦὅπου παρατίθεται ὁ σταυρωμένος καίἀναστημένος Χριστός, καλοῦνται οἱ πιστοίἀπό τόν ἱερέα νά μετάσχουν· «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καίἀγάπης προσέλθετε». ῾Η κλήση προσέλευσης εἶναι συλλογική καί ἀτομική. ῾Επομένως σέ κάθε θεία λειτουργία ὁ πιστός ἔχει τό δικαίωμα καί τή δυνατότητα νά κοινωνήσει. Δέν ὑπάρχουν φραγμοί ἀντικειμενικοί στή μυστηριακή προσέλευση.

Μόνο ἀπό ἄποψη ὑποκειμενική μπορεῖ νά ὑπάρξουν φραγμοί στήν ἐπιτέλεση τοῦ ὑπέρτατου χρέους. ᾿Εννοοῦμε τήν ψυχική κατάσταση τοῦ κοινωνοῦντος, ἄν δηλαδή αὐτός εἶναι ἄξιος νά φιλοξενήσει μέσα του τόν σφαγιασμένο ᾿Αμνό τοῦ Θεοῦ· ἄν εἶναι καθαρός νά δεχτεῖ τή φωτιά τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτόἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη ἠθική καί πνευματική προετοιμασία, τήν ὁποία θά σταθμίσει στή συνείδησή του ὁἴδιος ὁ πιστός, σέ συνεννόηση φυσικά μέ τόν πνευματικό του πατέρα.

῞Οπως καί σέ ὅλα τά ἄλλα πνευματικά πράγματα, ἔτσι καί ἐδῶ χρειάζεται ἡ δέουσα ἐξισορρόπηση. Οὔτε ν’ ἀργεῖ κανείς πολύ νά προσέρχεται στήν μυστική τράπεζα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά καταποθεῖ ἀπό τό δαίμονα, οὔτε πάλι νά εἶναι πολύ πρόχειρος καί βιαστικός, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά περιπέσει σέ μία τυπικότητα καί σ’ ἕνα ἐθισμό, πού θ’ ἀμβλύνουν στήν ψυχή του τήν αἴσθηση τῆς σημασίας καί τῆς σπουδαιότητας τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Πῶς νά νιώθουν ἄραγε οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι «ὑποχρεωμένοι» ὄχι ἁπλῶς νά κοινωνοῦν σέ κάθε θεία λειτουργία, ἀλλά νά καταλύουν στό τέλος ὁλόκληρη τήν ποσότητα τοῦ ἁγιασμένου ἄρτου καί τοῦ οἴνου; Βλέπει ὁρισμένους κανείς καί νιώθει ἄβολα, κυρίως ὅταν βιάζονται.

Ποιοί εἶναι οἱ καρποί τῆς θείας εὐχαριστίας;

῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κτίσεως. Σ’ αὐτό παρατείνεται καίἐφαρμόζεται ἡ σωστική περί τόν ἄνθρωπο θεία οἰκονομία, ὁ σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στήν ἱστορία ἐφαρμόζοντας τό λυτρωτικό ἔργο Του, ἀνανεώνεται τό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱἄνθρωποι ἑνώνονται μέ τό Θεό καί μεταξύ τους καί ἡ φυσική κτίση ἁγιάζεται, προσφέροντας τά φυσικά στοιχεῖα της, τό ψωμί καί τό κρασί της, γιά νά γίνουν σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.

Στήν εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος εἰσχωρεῖ βαθιά στό Θεό. «῾Ο τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα μένει ἐν ἐμοί κἀγώἐν αὐτῷ»258, λέγει ὁ Σωτήρας· ἐμφυτεύεται μυστικά στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ· «῞Εν σῶμα οἱ πολλοίἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν»259. Μετέχοντας στήν εὐχαριστία ὁ πιστός γίνεται φοβερός στούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τρέμουν μπροστά στή θεανθρώπινη συνδρομή (ὅπως ἔτρεμαν στή θέαση τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τή φωτιά τοῦ Θεοῦ πού τούς δίνει δύναμη νά νικήσουν τήν ἁμαρτητική τῆς φύσεως ὁρμή καί τά πάθη τους καί νά λάβουν ἄφεση τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων τους (ὄχι φυσικά τῶν θανασίμων, γιατί ἡ ἄφεση γι’ αὐτά δίνεται μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς μετάνοιας, πού εἶναι σέ σύνδεσμο μέ τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας).

῎Εχοντας μέσα του τό Θεό ὁ πιστός νιώθει ἄφατη γλυκύτητα καί χαρά σ’ ἕναν κόσμο πού συχνά μόνο πίκρα ξέρει νά κερνᾶ τόν ἄνθρωπο· γεύεται μέσα του «τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου»260, τήν ψυχή του ὡραΐζει ἡἐλπίδα τῆς θείας βασιλείας. ᾿Οχυρωμένος στό Θεόὁἄνθρωπος δέν φοβᾶται τίποτε, καμιά ἐχθρότητα, κανένα ἀντίξοο σύμβαμα στή ζωή. Νιώθει τήν ψυχή του σάν τόν ἀγρό στόν ὁποῖο ἦταν κρυμμένος ὁἀνεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ὁ εὐτυχέστερος καί πλουσιότερος τῶν ἀνθρώπων πού κατέχει τό Θεό καί τά σύμπαντα. Νιώθει ὅτι ἀξίζει νά ζεῖ τή ζωή του, ὁτιδήποτε κι ἄν τοῦ συμβαίνει. Εἶναι αἰσιόδοξος, εἰρηνικός καί πράος.

Μέ τή θεία εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τή φθορά καί τό θάνατο, γιατίὁἄρτος τῆς εὐχαριστίας εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν»261. Αὐτό φυσικά δέν ἀναφέρεται στή φυσική ἀθανασία, γιατί τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί κοινωνοῦν εἴτε ὄχι, οἱ μέν ψυχές δέν πεθαίνουν γιατί εἶναι φύσει ἀθάνατες, τά δέ σώματα ὅλα ἀνεξαίρετα θ’ ἀναστηθοῦν ἐκ τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία. ῾Η ἀθανασία πού προέρχεται ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι ἀθανασία ποιοτική, δηλαδήἀθανασία πνευματική στούς κόλπους τῆς θείας βασιλείας, ἀθανασία ζωῆς κοντά σ‘τον ἄφθαρτο Θεό, σέἀντίθεση μέ τόν πνευματικό θάνατο262, τή ζωή δηλαδή τήν ἀθάνατη μακριάἀπό τό Θεό, στόν τόπο τῆς βασάνου. Τήν ἀθανασία αὐτή προετοιμάζει ἡ θεία κοινωνία πού σάν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει τήν ἀνθρώπινη φύση στή δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της τήν ἄφθαρτη ζωή στόν ἄπειρο αἰώνα τοῦ Θεοῦ.

᾿Επιτρέπεται ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;

῎Οχι, δέν ἐπιτρέπεται. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας χρησιμοποιοῦνται ἔνζυμος ἄρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) καί οἶνος «ὕδατι κεκραμένος» (νάἔχει μέσα του ἀνακατεμένο νερό). Τή θέση αὐτή ἐκφράζει ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά τή διήγηση τοῦ Δ´ Εὐαγγελίου τό Πάσχα τότε δέν συνέπιπτε τήν Παρασκευή, 14 τοῦ μήνα Νισάν, ἄλλα τό Σάββατο, 15 τοῦἴδιου μήνα. Γιαυτό καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς δέν εἰσῆλθαν στό πραιτώριο τήν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα»263. ῾Ως γνωστόν, ἡ βρώση τῶν ἀζύμων ἄρχιζε ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, δηλαδή τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς (14 Νισάν) καί διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. ῾Ο Κύριος τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του τό ἔφαγε τό βράδυ τῆς Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σέ ἐποχή πού δέν ἦταν ἐν χρήσει ἄζυμος ἄρτος. ῎Αρα ὁ Κύριος, συστήνοντας τό Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφῶς ἔνζυμο ἄρτο. ᾿Αλλά καί οἱ Χριστιανοί τῆς πρώτης ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ προσκαρτεροῦντες στά῾Ιεροσόλυμα «τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου»264, χρησιμοποιοῦσαν ἔνζυμο ἄρτο, ἐξαιρουμένων τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων, πού χρησιμοποιοῦσαν ἄζυμα.

Από τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας παρεξέκλιναν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (ἀπό τόν 10 αἰώνα) καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι (οἱ᾿Αγγλικανοί χρησιμοποιοῦν καί ἔνζυμο ἄρτο), χρησιμοπιοῦντες ἄζυμο ἄρτο γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας.

Εἶναι σωστή ἡ ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ θείου ποτηρίου (τοῦ οἴνου);

῎Οχι δέν εἶναι. ῾Ο Κύριος ἡμῶν κατά τή σύσταση τοῦ μυστηρίου διέταξε ρητῶς· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες». Τό «πάντες» ἐδῶ σημαίνει ὅλους. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο. ῾Η ὀρθόδοξη ῾Ομολογία γράφει σχετικῶς· «῾Η κοινωνία τοῦ μυστηρίου τούτου πρέπει νά γίνηται καί κατά τά δύο εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου τόσον ἀπό τούς πνευματικούς ὅσον καίἀπό τούς κοσμικούς»265.

᾿Από τήν πράξη αὐτή τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μέ τήν ὁποία συμφωνοῦν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀποκλίνει ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ἀπό τόν 12ο αἰώνα ἀπαγορεύει τήν κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς. ῾Υπ’ ἀμφότερα τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας κοινωνοῦν μόνο οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Οἱ ἐπίσκοποι, βέβαια κι ὁ Πάπας δικαιοῦνται νάἐπιτρέπουν τήν κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς κυρίως σέ ὅσους προσέρχονται στόν Παπισμό, τούς Μαρωνίτες καί τούς Οὐνίτες.

Γιά νά δικαιολογήσουν τήν πράξη τους αὐτή οἱ Λατίνοι προφασίζονται προφάσεις πολλές, κυριότερες τῶν ὁποίων εἶναι· ῾Η ἔλλειψη οἴνου σέ πολλά μέρη· ὁ φόβος μήπως κατά τήν κοινωνία χυθεῖ τό αἷμα τοῦ Κυρίου· ἡ ἀδυναμία πού ἔχουν πολλοί νά γεύονται τοῦ οἴνου (τῆς ὀξύτητας προφανῶς)· τό ἀδύνατο νά διατηρεῖται ὁ οἶνος ἐπί μακρό χρονικό διάστημα κ.ἄ. ῞Οτι οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι ἀνίσχυροι νά δικαιολογήσουν μιά τέτοια σημαντική καινοτομία, εἶναι φανερό γιά ἕνα ἀπροκατάληπτο κριτή. ᾿Απομένει ὡς βασικός λόγος ἡ ἐξύψωση τοῦ κλήρου ὑπέρ τόν λαό, πράγμα πού ταιριάζει στό πνεῦμα καί τίς τάσεις τῆς ᾿Εκκλησίσς αὐτῆς.

Τί εἶναι ὁ θεολογικός ὅρος ὴ῏ὃὴ῏ἣἂὦὰὃὦἂὰ266;

῾Ο ὅρος σημαίνει συνακολουθία. Προέρχεται ἀπό τή σχολαστική θεολογία (ἀπό τό Θωμᾶ τόν ᾿Ακινάτη) καί σκοπόἔχει νά θεμελιώσει θεολογικά τήν πράξη τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας ν’ ἀρνεῖται νά μεταδώσει τό αἷμα τοῦ Κυρίου στούς λαϊκούς.

Κατά τή θεωρία αὐτή ὅπου ὑπάρχει σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νά ὑπάρχει καί τό αἷμα τόἐμπεριεχόμενο σ’ αὐτό. Τό ὅποιο σῶμα χωρίς τό αἷμα του εἶναι ἀδιανόητο. Συνεπῶς στόν ἄρτο τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι παρών ὁλόκληρος ὁ Χριστός μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του. ῎Αρα κοινωνώντας κανείς τοῦ ἄρτου, κοινωνεῖ καί τοῦ συνημμένου αἵματος, ἄσχετα ἄν ἐσθίοντας τήν ὄστια δέν ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι κοινωνεῖ καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου!

Σ’ αὐτό τό συμπέρασμα καταλήγει κανείς, ὅταν προσπαθεῖ νά συλλάβει καί νά ἐξηγήσει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ βάση λογικά τεχνάσματα καί ἀνθρώπινα φιλοσοφικά κατασκευάσματα. ῎Ασχετα ὅμως μέ αὐτό, νά γνώριζε ἄραγε ὁ Θωμᾶς ὁ᾿Ακινάτης περισσότερα ἀπό τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἱδρύοντας τό θεῖο μυστήριο, καμιά δέν ἄφησε ἀμφιβολία περί τῆς ὑπ’ ἀμφότερα τά εἴδη (τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου) κοινωνίας αὐτοῦ ὑπό τῶν πιστῶν; («Λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»)

267.Τά βαπτισμένα νήπια πρέπει νά κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ;

Βεβαίως πρέπει, γιατί καί αὐτά εἶναι κανονικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔχουν ἀνάγκη, ὅπως καί οἱ ἐνήλικες, τῆς θείας εὐχαριστίας γιά νάἔχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου· «᾿Εάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦἀνθρώπου, καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς»268.

Τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας τήν ἀναγόμενη στούς ἀποστολικούς χρόνους, ὅπως καί ὁ νηπιοβαπτισμός, ἀθέτησαν ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία καί μαζί μ’ αὐτήν καί οἱ Προτεστάντες, ἀπαγορεύοντες τή θεία μετάληψη στά βαπτισθέντα νήπια, μέ τό αἰτιολογικόὅτι αὐτά ἐπειδή δέν ἔχουν, λόγῳ τῆς ἡλικίας τους, ἀνεπτυγμένη τή συνείδησή τους δέν μποροῦν, κατά τούς λόγους τοῦ Παύλου269, νά διακρίνουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τόν κοινόἄρτο. Οἱ λόγοι ὅμως αὐτοί τοῦ Παύλου, ἀναφερόμενοι προφανῶς στούς ἐνήλικες, δέν ἔχουν σχέση μέ τά ἄωρα νήπια, τά ὁποῖα ἀκριβῶς ἐπειδή στεροῦνται κρίσεως καί λόγου, δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν ἀναξίως, πράγμα πού ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς σκέψεως τοῦ᾿Αποστόλου.

Δέν βλέπουμε ἄλλωστε τό λόγο γιατί ἡ ἔλλειψη κρίσεως καί λόγου νά ἐμποδίζει τά νήπια νά δέχονται τή θεία εὐχαριστία (ὅπως καί τό χρίσμα) καί νά μήν τά ἐμποδίζει νά δέχονται τή χάρη τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος.

Πότε γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;

Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή τῶν τιμίων δώρων γίνεται διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος· «Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου κ.λπ.», μετά τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα· «Τά σά ἐκ τῶν σῶν...». ῾Η στιγμή αὐτή εἶναι ἡ ἱερότερη τῆς θείας λειτουργίας, κατ’ αὐτή δέ γονατίζουν μέ εὐλάβεια οἱ πιστοί 270. ᾿Αντίθετα κατά τή Δυτική᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή γίνεται κατά τήν ἐκφώνηση τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου· «Λάβετε, φάγετε κ.λπ.».

῞Οτι πρόκειται κι ἐδῶ περί καινοτομίας εἶναι φανερό. Σέ ὅλες τίς ἀρχαῖες λειτουργίες ὑπάρχει ἡ πρός μεταβολήν ἐπίκληση, πράγμα πού τονίζει τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Εἶναι δέ ἐνδεικτικοί καί οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· «Τά τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇ ἀναδείξει τοῦἄρτου τῆς εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τίς τῶν ῾Αγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπε;».