Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε;

διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὸ θέμα τῶν αὐτοκτονούντων εἶναι σαφής, διατυπωμένη στὸν 14ον Κανόνα τοὺ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας:

Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι κατά τόν ἅγιο Ἱγνάτιο Ἀντιοχείας «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν». Ὁ Κύριος μας συνιστᾶ : «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὅλοι οἱ Πατέρες συνιστοῦν στούς Χριστιανούς νά μετέχουν συχνά στή Θ. Κοινωνία.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρακινεῖ: « Ἄς μήν ἀμελοῦμε γιατί ἔχουμε ἀξιωθεῖ μεγάλης ἀγάπης καί τιμῆς. Δέν βλέπετε τά μωρά μέ πόση προθυμία ἁρπάζουν τό μαστό τῆς μητέρας τους; Μέ τήν ἴδια προθυμία ἄς προσερχόμεθα σ᾽ αὐτή τήν Τράπεζα ( δηλ. στή Θεία Εὐχαριστία), μᾶλλον μέ ἀκόμη μεγαλύτερη κι ἄς ἑλκύσουμε σάν τά μικρά παιδάκια τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μόνο μιά ὁδύνη ἄς ἔχουμε, τό νά μή μετάσχουμε σ᾽ αὐτή τήν τροφή».

Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στήν πατρικία Καισαρία: «Βεβαίως καί τό νά κοινωνεῖ κανείς καί νά μεταλαμβάνειτοῦ ἁγίου Σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ καθημερινά εἶναι καλό καί ἐπωφελές, γιατί αὐτός ὁ ἴδιος λέγει σαφῶς : <ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον>. Καί ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι τό νά μετέχει συνεχῶς τῆς ζωῆς δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νά ζεῖ πολλαχῶς;

Ἐμεῖς πάντως κοινωνοῦμε τέσσερεις φορές τήν ἑβδομάδα. Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή καί Σάββατο, ἀλλά ἐπίσης καί σέ ἄλλες ἡμέρες, ὅταν ὑπάρχει μνήμη κάποιου Ἁγίου».

Τί σημαίνει ὅμως συχνότητα; Πῶς καί ἀπό ποιόν καθορίζεται; Μήπως ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κάθε Χριστιανός μπορεῖ νά κοινωνεῖ κάθε μέρα;

Ὅταν μελετοῦμε πρέπει μέ προσοχή, ταπείνωση καί διάκριση νά ἐξάγουμε τά συμπεράσματά μας. Π.χ. ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ ὅσα γράφει προσπαθεῖ νά ἐμφυσήσει προθυμία γιά συχνή Θ. Μετάληψη γιατί καί τότε πολλοί χριστιανοί, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, μετελάμβαναν μόνο τό Πάσχα. Τούς παρακινεῖ νά ἔρχονται συχνότερα ἀλλά μέ την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία.

Ἐπίσης ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στήν Πατρικία ὅτι εἶναι «καλό καί ἐπωφελές» νά κοινωνεῖ κανείς καθημερινά, ἐνῷ στόν ἑαυτό του καί στά πνευματικά του τέκνα βάζει τό ὅριο τῶν τεσσάρων ἡμερῶν τήν ἑβδομάδα. Ἀπό τήν ἄλλη μέ πολλούς Κανόνες του ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβάλλει πολυετῆ ἐπιτίμια ἀκοινωνησίας σέ φονεῖς, μοιχούς, πόρνους, ἀρσενοκοίτες, (ὁμοφυλοφύλους) μάγους, κλέπτες κλπ. Ἀντιστοίχως και ἄλλοι ἐκ τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων καθώς καί Ἁγίων Πατέρων ἐπιβάλλουν ἀκοινωνησία πότε γιά μικρό καί πότε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα γιά διάφορα ἁμαρτήματα.

Ἔχουμε ἐπίσης τούς Χριστιανούς πού δέν βαρύνονται μέ μεγάλα ἁμαρτήματα καί οἱ ὁποῖοι σύμφωνα με τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρέπει νά μεταλαμβάνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του. Προκύπτει λοιπόν τό ἐρώτημα: Ποιός καί μέ ποιά κριτήρια θά ὁρίσει τήν προσέλευση στά Ἄχραντα Μυστήρια;

Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι τόσο ἁπλή γιά ἕνα τόσο σοβαρό ζήτημα, ὅπως ἡ κοινωνία μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό. Νομίζουμε ὅτι γιά τό «πότε πρέπει νά κοινωνοῦμε» καθορίζεται ἀπό τρεῖς παράγοντες.

α) Ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὀφείλουν λοιπόν οἱ χριστιανοί νά γνωρίζουν, ὅσο τούς εἶναι δυνατόν, τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

β) Ἡ συνείδηση τοῦ Χριστιανοῦ. « Ἐπιμέλησαι συνειδήσεως», συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής. Ἡ κατόπιν προσευχῆς αὐτοεξέταση μέ φρόνημα ταπεινό εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά πλησιάσουμε τό Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει : «δ ο κ ι μ α ζ έ τ ω δ έ ἄ ν θ ρ ω π ο ς ἑ α υ τ ό ν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω»( Α΄Κορ. 11, 28). Στόν προηγούμενο στίχο διαβάζουμε: «ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου». Ἑπομένως ἡ δοκιμή τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά μήν κοινωνοῦμε ἀνάξια ἐπειδή «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου». Κατακρίνεται λοιπόν καί ἁμαρτάνει ὅποιος κοινωνεῖ ἀνάξια καί πολλές φορές μπορεῖ νά ἀρρωστήσει καί νά πεθάνει ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος: «διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται ἱκανοί». Ἄς μή λησμονοῦμε καί τά λόγια τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως : « ἄνθραξ ( τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ) γάρ ἐστί τούς ἀναξίους φλέγων».

γ) Ὁ πνευματικός πατήρ. Ἡ γνώση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προσεκτική αὐτοεξέταση δέν εἶναι ἀρκετά γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν στή μετοχή τῶν φρικτῶν μυστηρίων. Τήν κρίση τή δική μας δέν τήν ἐμπιστευόμαστε πλήρως. Δέν μποροῦμε μόνοι μας νά ἀποφασίσουμε πότε θά κοινωνήσουμε. Ὁ πνευματικός μας σάν φιλόστοργος πατέρας, ἀπαραιτήτως πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως και σέ ὅλη τήν πνευματική μας ζωή και σ᾽ αὐτό τό κρίσιμο θέμα. Ἐκεῖνος μᾶς ὑποδεικνύει κάθε πότε θά κοινωνοῦμε. Ἐκεῖνος σάν ἔμπειρος γιατρός μᾶς δίδει σάν φάρμακα τά ἐπιτίμια καί μᾶς ἐπιβάλλει γιά κάποια ἁμαρτήματά μας τήν ἀποχή ἀπό τή Θ. Κοινωνία. Μᾶς βάζει τόν Κανόνα δηλαδή τήν προσευχή, τίς μετάνοιες τή νηστεία πού πρέπει νά κάνουμε προτοῦ κοινωνήσουμε.

Παρά ταῦτα ἐπισημαίνουμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ κατά τό δυνατόν γνώση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού θά μᾶς βοηθήσει νά ἐπιλέξουμε τόν πνευματικό πατέρας στόν ὁποῖο θά ἐμπιστευθοῦμε τήν ψυχή μας, καθώς καί ἡ κατά Θεόν ἐξέταση τῆς συνειδήσεώς μας. Τά λέγομε αὐτά διότι αὐτούς τούς ἐσχάτους καιρούς πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας. Ὑπάρχουν «πνευματικοί» πού συνιστοῦν ἄκριτα τή συχνότατη Θ. Κοινωνία χωρίς προϋποθέσεις νηστείας, ἐγκρατείας, μετανοίας. Ὑπάρχουν «πνευματικοί» πού ὑβρίζουν, χλευάζουν καί περιφρονοῦν τούς ἱερούς Κανόνες. Ὑπάρχουν «πνευματικοί» πού ἐπιτρέπουν σέ ὅσους ἔχουν προγαμιαῖες ἐρωτικές σχέσεις, σέ ὅσους δηλαδή πορνεύουν ἤ μοιχεύουν σέ ὅσες κάμουν ἐκτρώσεις καί σέ ὅσους γίνονται συνεργοί σ᾽αὐτές, νά κοινωνοῦν διότι δῆθεν ἄλλαξαν τώρα τά δεδομένα!

Ἡ γνώση λοιπόν ἔστω τῆς βασικῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τῶν βασικῶν ἱερῶν Κανόνων, τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἀπαραίτητη σάν κριτήριο αὐτῶν τῶν κακοδόξων ἀπόψεων καί πρακτικῶν καί σάν γνώμονας ἀκόμη καί γιά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό ἱερέα πού διακατέχεται ἀπό ἀντιπαραδοσιακό πνεῦμα.

Ἀλλά καί ἡ συνείδησή μας δέν πρέπει νά ὑπνώττει. Ἀκόμα καί ὅταν ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μας γιά τή Θεία Μετάληψη πάλι πρέπει ταπεινά νά δοκιμάζουμε τόν ἑαυτό μας καί ἔτσι νά προσερχομεθα στή Θεία Εὐχαριστία.

Σέ κάθε περίπτωση πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσωπική μας ἐλευθερία δέν ἀναιρεῖται. Ἡ εὐθύνη μας δέν καταργεῖται στό ὄνομα μιᾶς «ὑπακοῆς» σέ ψευδο-πνευματικούς πού διακηρύσσουν ἀντιευαγγελικές καί ἀντορθόδοξες ἀπόψεις, ἔστω κι ἄν αὐτοί ὑπέχουν περισσότερες εὐθῦνες ἔναντι τοῦ Θεοῦ.