Ἡ προέλευση ὅμως τῆς ἀνωτέρῳ προτάσεως ἔχει ὡς ἑξῆς :
Κατά τὀν β`αἰ. μ. Χ. ἤκμαζαν δύο μεγάλες Θεολογικές Σχολές, ἡ Ἀντιοχειανή καί ἡ Ἀλεξανδρινή. Ἡ πρώτη ἀκολουθοῦσε τήν ἱστορική καί γραμματική ἐξήγηση τῆς Ἁγ. Γραφῆς , καθώς καί τήν κριτική ἔρευνα αὐτῆς. Ἡ δεύτερη ἀκολουθοῦσε τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία· δανειζόταν στοιχεῖα Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί ἀντέτασσε τήν διά τῆς πίστεως χριστιανική γνώση.
Πρός δήλωση αὐτῆς τῆς διαφορετικῆς ὀπτικῆς γωνίας καί διαμάχης προέκυψε ἀπό τούς μαθητές τῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς ἡ ἐν λόγῳ πρὀταση.
Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τῆς στάσεώς μας στά θέματα τῆς πίστεως βασίζεται στό κατά Ἰω. ε`, 39 "ἐρευνᾶτε τάς γραφάς ...καί ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περί ἐμοῦ" καί στό κατά Ἰω. ζ,52 "ἐρεύνησον καί ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται".
Τήν ἔρευνα ὅμως δέν τήν κάνουμε μόνοι μας. Πάντα ἔχουμε ὡς βάση τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πού μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑρμηνεύουν τήν Ἁγ. Γραφή.